United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δε εκυβέρνησα με δικαιοσύνην την πατρίδα μου, και όταν μ' εκάλεσε, διότι οι εχθροί κατέπλευσαν με στόλον μέγαν εις την Αφρικήν, ευθύς υπήκουσα και ως απλούς πολίτης προσεφέρθην εις την υπεράσπισίν της• και όταν κατεδικάσθην αγογγύστως υπέφερα την καταδίκην.

Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν που τα αφήκεν ο Αφρικός.

Τότε εστοχάσθηκα τα υστερνά λόγια του πατρός μου· μα ήτον πολλά αργά, που δικαίως μου ετύχαινε να έλθω εις εκείνην την κατάστασιν, και έλεγα κτυπώντας την κεφαλήν μου· διατί να μην ακούσω τες νουθεσίες του πατρός μου; διατί να κάμω τέτοια πράγματα και να έλθω εις τέτοιαν κατάστασιν, να κατασταθώ παίγνιον των συνομηλίκων μου; διατί να σταθώ τόσον άφρων και να μη τον υπακούσω εις τα όσα μου είπε διά το καλόν μου; μα σαν δεν τον υπήκουσα εις τα πρώτα του λόγια, θέλω τον υπακούσει εις την υστερινήν απόφασιν που είπε· θέλω το λοιπόν να κάμω καθώς με εδιέταξε, και να υπάγω να κρεμασθώ ετούτην την στιγμήν εις το δένδρον που μου εδιώρισε· και έτσι ημπορώ να ελευθερωθώ από τα βάσανα που μέλλουν να μου έλθουν.

Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

Κάνει χρεία εξαναείπεν ο Αμπτούλ να σου δέσω τα μάτια, και να σε φέρω εκεί που είνε ο θησαυρός με το κεφάλι ξέσκεπον, και εγώ με ένα σπαθί εις το χέρι έτοιμος διά να σου κόψω το κεφάλι, ανίσως και ήθελες βιάσει τους νόμους της φιλοξενίας, και ξεσκεπάσης τους οφθαλμούς σου· και τούτο όλον το κάνω, επειδή και δεν ημπορώ να αποφασίσω να αποστείλω ένα μου ξένον συγχισμένον πως δεν τον υπήκουσα.

Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.

Υπήκουσα τον πατέρα μου με δυναστικόν τρόπον, από αιτίαν εδικήν σου, επειδή σου το εξομολογούμαι, ω ακριβέ μου Κουλούφ, πως σε αγαπούσα, με όλον που δεν σου το είχα φανερώσει. Η υπανδρειά μου με τον Ταχέρ δεν σε αποξένωσεν από την ενθύμησίν μου.