United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του Αμπουλβάρη, μα η μορφή σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν καθόλου με εκείνου· και εις τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον διαφορετικός από εκείνο που ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν;

Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν απόφασιν.

Τι είναι τούτο που ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε να ειπώ άλλο. Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ.

Ο στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει.

Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το βράδυ.

Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες, που ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον υπόχρεη να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην αγάπην προς αυτόν.

Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν.

Και ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του.

Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.