Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Σηκώσου, Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν ημπορής να επαινεθής τόσον διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν είναι πλέον μία απόκτησις τόσον πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα των ιερέων και των εδικών μου που τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά διαμαντικά.
Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.
Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον με όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον.
Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν διά να ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ την αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον αέρα πολλά αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του Αμπίμπη. &Συμβεβηκός ΣΤ' του Αμπουλβάρη&
Ποίος το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον Αμπουλβάρην, διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ, χωρίς να μου δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να χαιρετισθούμεν, και διά ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ; Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν.
Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε στάκτη. Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον.
Αυτή με όλον που με έβλεπεν εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με πολλές άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος αυτής που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ· ολίγον έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να θυσιασθώ όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν ήθελε με κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον πολλά θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον τόσον στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον αυτής, ωσάν και των θησαυρών της.
Αυτοί έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που θα ήτον εις την γην, επειδή και είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην κατοίκησιν των δικαίων, και φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην την θνητήν ζωήν. Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα.
Όντας λοιπόν το καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν καθώς επιθυμούσαμεν.
Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν