Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής·

Με αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την στιγμήν της ευτυχίας μου.

Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω.

Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον επρόσταξε. Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά γλυκεία από εκείνο που πάντεχα.

Τελειώνοντας αυτά τα γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από αγάπην.

Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις την υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και πως η ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον.

Μα γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα, την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι.

Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα· μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν.

Ετούτο είνε όλον το αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός. Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον.

Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν