United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν ήτον εκεί.

Και με παρέσυρε μακράν του ομίλου. Δεν είχε διόλου μεταβληθή. Η αυτή αξιοπρεπής στάσις, το αυτό λεπτόν μειδίαμα και, δυστυχώς η αυτή περιβολή. Το τριβώνιόν του μάλιστα είχε τας χειρίδας πολύ κοντάς, τρανή απόδειξις ότι δεν είχε κοπή επάνω του. Εκαθήσαμεν έξωθεν καφενείου. Ήτο πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αλλά κ' εγώ με πολλήν χαράν τον επανείδα. Τον διέκοψα.

Τελειώνοντας αυτά τα γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από αγάπην.

Ετοποθέτησε την λάμπαν· ημείς εκαθήσαμεν, και ο κυρ-Στρατής ιστάμενος ενώπιόν μου, εξηκολούθει: — Μία οικογένεια, που λες, επέμεινε σήμερα έξω να κάμη μνημόσυνον. 'Σ πολλά έτη όμως, που ο παππάς εστάθη παλληκάρι· αν και η οικογένεια έλεγεν ότι είχεν έγγραφον από την Μητρόπολιν. — Για να σου πω, κυρά μου, είπεν ο παππάς.

Εκαθήσαμεν και ημείς επί των μαρμαρίνων εδωλίων. Ο Καλάνης επήρεν επί των γονάτων την κόρην του, και έλαβον τον λόγον οι γέροντες. Δεν εβράδυνε να ληφθή η περί του πρακτέου απόφασις. Ήτο πρόδηλον ότι δεν υπήρχον ικανά προς αντίστασιν μέσα και ότι θα γίνωσι κύριοι οι Τούρκοι της νήσου, εγνωρίζομεν δ' εκ των προτέρων πώς φέρονται οι Τούρκοι εις κατακτηθείσας χώρας.

Αυτή διά να ευχαριστήση εμένα, τον εδέχθη με πολλήν ευγένειαν, υστερότερα δε εκαθήσαμεν εις την τράπεζαν και οι τρεις. Ο σύντροφός μου ήτον έως τριάντα χρόνων άνθρωπος και είχε πολύ πνεύμα, και έκαμε πολλά ογλήγορα να γνωρισθή προς την κυράν ότι ήτον ένας, που δεν εμισούσε τες ηδονές, και πως έκανεν ολίγην τιμήν του φορέματός του.

Ταλμούχ μου λέγει αυτή, ό,τι λογής και αν είναι ο θαυμασμός σου που με βλέπεις εδώ, πολλά μεγαλύτερος θέλει σου είναι οπόταν ακούσης εκείνο που έχω να σου διηγηθώ. Εις ετούτα τα λόγια ο ευνούχος και οι σκλάβοι ανεχώρησαν, και εγώ έμεινα μόνος με την Καλεκάρην. Και αφού εκαθήσαμεν, αυτή άρχισε να μου διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον.

Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί, μας λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην σας ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε άδειαν διά να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην σας που προς ημάς φέρνετε.

Όταν εξήλθομεν από την λειτουργίαν, περί το λυκαυγές, ο Γούμενος μειδιών, μας προσέφερεν επί της πεζούλας έξω του ναού, όπου εκαθήσαμεν, ροδάκινα και ρακί, ευλογίαν του Μοναστηρίου.

Μετ' ολίγον επέστρεψε φέρων δύο κοφίνους, έθεσεν εις έκαστον αυτών ανά ένα σάκκον, τους εκάλυψεν άνωθεν με λάχανα και χόρτα, εφορτώθημεν τους κοφίνους εις την ράχιν και εξεκινήσαμεν. Εχάραζε μόλις, ότε φθάσαντες πλησίον του Νεοχωρίου εκαθήσαμεν επί φράκτου παρά τον δρόμον, διά να περιμείνωμεν μέχρις ου εξημερώση.