United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκυπτε διά να ξεκλειδώση την θύραν του, κρατών υπό μάλης το λαγούτο, το οποίον έψαυε το έδαφος. Ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ' εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτον νηστικός, πότε εφαίνετο να είνε «αποκαής». Δεν είνε βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί. Ήτον Τουρκομερίτης. Ωνομάζετο Βαγγέλης.

Ώρα κακή! τι ήθελα να γεννηθώ η μαύρη! Λίγον ρακί! — Αυθέντα μου, κυρία μου, βοήθεια! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι είν' ο τόσος θόρυβος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ημέρα ωργισμένη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι έπαθες; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κύτταξ' εκεί! Δυστυχισμένη 'μέρα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αλλοίμονον, αλλοίμονον! Παιδάκι μου, ζωή μου! Ω! Αναστήσου, ή κ' εγώ μαζή σου θ' αποθάνω. Βοήθεια! Βοήθεια! Ω! φώναξε να έλθουν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Είν' εντροπή!

Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς ταδέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; — Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. — Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.

Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&». Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι' έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της.

Όταν εξήλθομεν από την λειτουργίαν, περί το λυκαυγές, ο Γούμενος μειδιών, μας προσέφερεν επί της πεζούλας έξω του ναού, όπου εκαθήσαμεν, ροδάκινα και ρακί, ευλογίαν του Μοναστηρίου.

Ήξευρε καλώς ότι της ευρίσκετο ρακί. Είχε διά πούλημα στο σπίτι, επειδή έκαμνε πολύ ρακί απ' τ' αμπέλι της. Έζη μοναχή, με την παραλυτικήν μητέρα της, ήτις δεν της εχρησίμευεν ειμή διά συντροφίαν, και διά να έχη άνθρωπον, τον οποίον να υπηρετή, διότι άλλως η ζωή της θα ήτο κακή και έρημος.

Όταν ο Βαγγέλης, την νύκτα της ιδίας ημέρας, ευρέθη ότι είχε πίει πολύ ρακί και κρασί, τότε ενθυμήθη την πρωινήν μικράν σκηνήν με την Κατερνιώ, την ζωντοχήραν, και φαίνεται ότι έδωκε την ερμηνείαν, την οποίαν ήθελε να δώση σύμφωνα με τους καπνούς της ώρας εκείνης. Επανήλθε διά να κοιμηθή την μίαν μετά τα μεσάνυχτα.

Έπινε ρακί όπου του έδιδες, και ποτέ δεν σου «χαλνούσε το χατήρι» να πάη μίαν ώραν δρόμον, διά θέλημα. Εκείνο το δειλινόν, καθώς ανέβαινε το βουνόν προς τα επάνω, είχε περάση από τον μύλον του Αντώνη της Σάββαινας, κάτω στα Βουρλίδια, εις την βαθείαν κοιλάδα την σύσκιον και υγράν δι' όλου του έτους. Κ' εκεί κάτι είχεν ιδεί και ακούσει.

Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;

Η γραία έδειξεν εις την Αμέρσαν την μικράν φιάλην με το ρακί, εις το μικρόν ράφι άνωθεν της εστίας, και της ένευσε να βάλη στο ποτηράκι, διά να πιή ο Κωνσταντής. — Δεν έχει κανένα σύκο; . . . ηρώτησεν ούτος, άμα έλαβε το ρακοπότηρον από την χείρα της γυναικαδέλφης του.