United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός μ' όλον τούτο έκαμε νόμον τρόπον, και στο τέλος ευρέθηκε πλουσιότερος ίσως από τους άλλους συντρόφους. Τα σημειώματά του όλα ψυχαγωγία, και δίχως περιθώρι, κόντευαν πέντε φορτώματα προς 120 οκάδες με το ζύγι. Ήταν επάνω στο κίνημα του γυρισμού του, όταν του ήρθε ένας διαλογισμός, οπού τον έρριψε όχι σε ολίγην ανησυχίαν.

Είχανε πολύ θάρρος με την ιδέα πως ήσαν οι κάτοχοι περισσότερων θησαυρών απ' όσους η Ασία, η Ευρώπη και η Αφρική μπορούσανε να μάσουνε. Ο Αγαθούλης ενθουσιασμένος έγραφε τ' όνομα της Κυνεγόνδης απάνου στα δένδρα. Τη δεύτερη μέρα δυο από τα πρόβατά τους βουλιάξανε μέσα στα έλη και χαθήκανε μαζί με τα φορτώματά τους.

Τας εορτάς του Πάσχα και των Χριστουγέννων φορτώματα εμοίραζε κάτω εις τον λαόν τον σίτον και το έλαιον. Ούτως ο δήμαρχος επί κεφαλής οπλοφόρων εξήλθεν εις τα όρη προς ανακάλυψιν των ληστών, παρακολουθούντος και του ηγουμένου. Κατά πρώτον μετέβησαν εις την Μονήν, όπου εύρον τους μοναχούς δεμένους ακόμη, κ' έμαθον ασφαλώς πλέον την γενομένην συμφοράν.

Από όλες της τις χώρες φορτώματα φθάνανε το χρυσάφι, τασήμι και τατίμητα πετράδια και όσα καλά έβγαζε στεριά και θάλασσα, φορτώματα φθάνανε στα πόδια της βασίλισσας, Κ' η βασίλισσα, που ήταν καλόκαρδη και πονετική, χάριζε όλα της τα πλούτη στους φτωχούς. Και πάλι τίποτε δεν της έλειπε. Μα με όλα της τα καλά, η βασίλισσα είχε έναν πόνο στην καρδιά, γιατί δεν είχε αποκτήσει παιδί.

Την ώρα εκείν' η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώη και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια.

Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια: — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή- φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές.

Μπαμμπουμ εδώ· μπαμμπουμ! εκεί· φωνές, αντάρες, γέλοια, κακό! η χαρά ξεχείλιζε. Οι κολλήγοι πλάκωναν μπουλούκιαμπουλούκια παστρικαλλαγμένοι και καλόκαρδοι. Φέρνανε σφαχτά, φέρνανε ψωμιά, κουβαλούσαν φορτώματα κρασί ξεδιαλεγμένο. Μερικοί ωδηγούσαν βόδια ζωντανά, ταύρους άζευτους κι αμουνούχιστους· άλλοι άλογα βαρβάτα· άλλοι κριάρια χρυσοκέρατα.

Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;

Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα. Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα.

Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου; — Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα.