Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Πώς να μην την πιστέψης, άμα σου μιλήση, άμα τη διής; Δεν είναι δική μου, τώρα που την έχω κοντά μου, τώρα που τη βλέπω; Δεν είναι τα λόγια, της ζάχαρη και μέλι; Γονατίζω μπροστά της. Χέρια και πόδια της φιλώ. Λέλα μου, σκότωσε με, να τελειώσω. Διές με που κλαίω σαν το παιδί. Δεν τόννοιωσες ακόμη πόσο σ' αγαπώ; Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Λέλα μου, να με λυπηθής.
Αυτού με εβιζιτάρισεν ο ναύαρχος Άγγλος, όστις εκρατούσε την πολιορκίαν ταύτης της νήσου, και με έγγραφον διαταγήν εις το φιρμάνι της σημαίας μου με διέταξε να υπάγω εις την Γουαδαλούπαν, όπου επούλησα το φορτίον και αγόρασα άλλο, καφέ, ζάχαρη και λοιπά διά Λιβόρνον και Σμύρνην.
Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα ξακουσμένη στο νησί. — Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα. Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς. — Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου.
Κ' εχάθηκ' έτσι πάσα βοήθεια του κάθε φτωχού. Κ' εχάθηκ' έτσι κάθε παραθάρι... — Χααά! Ψαρή μ', κ' εξεχαστήκαμε... — Έτσι πια, ακούς του λόγου σου. απόμεινε καψόχηρα η Νάκο-Μήτραινα, η Ζαχαρούλα. Ζαχαρούλα τη λέγανε, κ' ήταν ζάχαρη κ' ήταν μέλι η καψούλα. Μα πάντα ο μεγαλοδύναμος, — δοξασμένο τόνομά του — , δεν αφίνει τον κόσμο να χαθή.
Σύρτε με 'ς το Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω. Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε. Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε. Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.
Αυτά κοστίζει η ζάχαρη, που τρώτε στην Ευρώπη. Ωστόσο, όταν η μητέρα μου με πούλησε για δυο σκούδα παταγωνικά στις αχτές της Γουινέας, μούλεγε: « Αγαπητό μου παιδί, ευλόγα τα φετίς, λάτρευέ τα πάντα και θα σε κάνουνε να ζήσης ευτυχής· έχεις την τιμή νάσαι σκλάβος των αφεντάδων μας των λευκών και κάμνεις έτσι πλούσιους τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Αλίμονο! δεν ξέρω, αν τους έκανα πλούσιους, όμως αυτοί δε με κάνανε εμένα!
Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.
Οι ήχοι του είναι χαρούμενοι ή λυπητεροί, αργοί ή πεταχτοί, απλοί ή ανακατεμένοι μόνο για κείνους που φωνάζει. Για τους άλλους είναι ένα τίποτα, ή κάτι τέτοιο. — Δεν το πιστεύω και τόσο, απάντησεν ο άλλος· και στο τέλος τι με νοιάζει μένα για όλα αυτά! Δόξασοι ο Θεός, εγώ περνώ ζάχαρη με τον αξιωματικό μου. Στον εαυτό σου να τα λες αυτά.
— Και πώς μπορεί να σε κρεμάση; — Μήπως δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλη; Ναι ή όχι; — Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. — Λοιπόν με κρεμάει κ' εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κ' έφυγε από το καράβι, Την άλλη 'μέρα ο Κιουταχής τούστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν