Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Φωνάξανε αμέσως άλλους δυο Εβραίους· ο Αγαθούλης, πούλησε κι' άλλα διαμάντια· και φύγανε όλοι τους με μιαν άλλη γαλέρα για να πάνε να βρούνε την Κυνεγόνδη. &Τι συνέβη στον Αγαθούλη, στην Κυνεγόνδη, στον Παγγλώσση, στο Μαρτίνο κ.τ.λ.& — Συγγνώμην άλλη μια φορά. είπε ο Αγαθούλης στον βαρώνο, αιδεσιμώτατε πάτερ, που σας έδωκα μια σπαθιά πέρα ως πέρα.

Ο Αγαθούλης πούλησε δυο μικρά διαμάντια, που το μικρότερό τους άξιζε περισσότερο απ' όλα τα χρήματα, που ζητούσε ο πλοίαρχος. Τον προπλήρωσε, τα δυο πρόβατα μπαρκαριστήκανε πρώτα. Ο Αγαθούλης ακολουθούσε μέσα σε μια μικρή βάρκα για να σμίξη το πλοίο στο λιμάνι· ο πλοίαρχος προλαβαίνει, ανοίγει τα πανιά, ξεκινάει, ο αέρας είναι πρίμος.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της: — Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι.

Η γαλέρα πετούσε· σε λίγο ήσαν μέσα στο λιμάνι. Φώναξαν έναν Εβραίο, στον οποίον ο Αγαθούλης πούλησε για πενήντα χιλιάδες τσεκίνια ένα διαμάντι, που κόστιζε εκατό χιλιάδες. Ο Εβραίος ωρκιζότανε στ' όνομα του Αβραάμ, πως δε μπορούσε να δώση περισσότερα. Πλήρωσε αμέσως τη ξαγορά του βαρώνου και του Παγγλώσση. Ο τελευταίος έπεσε στα πόδια του ευεργέτη του και τάβρεξε με δάκρυα.

Η αποστολή μου τέλειωσε, είπε ο έντιμος ευνούχος, Θα μπαρκαριστώ στην Κιούτα και θα σας πάω πίσω στην Ιταλία. &Μα τι συφορά να μην έχης αρχίδ ....& Τον ευχαρίστησα με δάκρυα όλο τρυφερότητα· αλλ' αντίς να με πάη στην Ιταλία μ' έφερε στο Αλγέριο και με πούλησε στον μπέη αυτής της χώρας.

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, που η μια τον γλύτωσε από τον θάνατο κι' η άλλη του έδωκε χίλια φλωριά, έγεινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε στον τόπο του και στο χωριό του.

Όταν οι πρώτες καταστροφές αυτής της φριχτής πανούκλας περάσανε, πουλήσανε τις σκλάβες του μπέη. Ένας έμπορος μ' αγόρασε και μ' έφερε στο Τούνεζι. Με πούλησε σ' έναν άλλον έμπορο, που με ξαναπούλησε στην Τρίπολη· από την Τρίπολη ξαναπουλήθηκα στην Αλεξάντρεια· από την Αλεξάντρεια στη Σμύρνη· από τη Σμύρνη στην Πόλη.

ΜΟΥΣΑΡΙΟΝ. Μου ωρκίσθη, μητέρα, εις τας δύο θεάς και εις την Πολιούχον. ΜΗΤ. Και συ, κουτή, τον πιστεύεις και διά τούτο όταν προ καιρού δεν είχε να πληρώση τον έρανόν του εις ένα φιλικόν γεύμα του έδωκες κρυφά από μένα το δακτυλίδι σου και αυτός το πούλησε και τώφαγε; Έτσι σου πήρε και τα δύο περιδέραια τα Ιωνικά, τα οποία σου έφερεν από την Έφεσον ο Χιώτης Πραξίας ο πλοίαρχος.

Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν