United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από πλούτη, έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας του και να δουλεύω εις το περιβόλι του.

Αυτός πάλι μ' όλη την επιθυμία, πούχε να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληρορώτερο στον τόπο του, και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δέκα τέσσερα ακέρια χρόνια, θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά.

Αλλ' όταν τους είδα εις τέτοιαν δυστυχίαν και τους εγνώρισα ότι ήσαν οι αδελφοί μου τους έβαλα εις το σπίτι μου, τους ένδυσα με φορέματα όμοια με τα ιδικά μου και τέλος πάντων διά να τους παρηγορήσω εμέτρησα χίλια φλωριά του καθενός δωρεάν, νουθετώντας τους διά να τα πραγματευθούν με φρονιμάδα εις την πατρίδα.

Εις τούτο αυτός δεν ηθέλησε να μου εναντιωθή. Και διά να κάμω καλήν θεωρίαν εις το Μπαγδάτι, έκαμε να γένουν μεγάλες ετοιμασίες, διά να με στείλη ωσάν υιόν Βασιλέως που ήμουν· εφόρτωσε δώδεκα καμήλια φλωριά και άλλα έξοδα, και μου έδωσε και εκατόν ανδρείους στρατιώτας εις υπηρεσίαν μου και φύλαξίν μου.

Αφού λοιπόν εξηκριβώθησαν όλα ταύτα, περίεργα όλα και παράδοξα, εμετρήθησαν τα φλωρία τα χρυσά κ' ευρέθησαν όλα-όλα 98. Τα δύο είχε χαλάσει κατά το διάστημα τούτο ο Μπάρμπα-δήμαρχος, προδοθείς ούτω μόνος του χωρίς να το καταλάβη.

Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη, μηδέν εννοούντα. Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε.

Αυτοί, αφού έλαβον τα χίλια φλωριά ο καθείς, επραγματεύθησαν κατά μέρος των και μετά δύο χρόνους έρχονται και οι δύο και με παρακινούν να ψωνίσωμεν πραγματείας και να κάμωμεν ένα ταξείδι· εγώ εναντιώθηκα εις την γνώμην των, μάλιστα λέγοντάς τους· δεν ενθυμείσθε εις ποίαν κατάστασιν δυστυχίας σάς έφερε το ταξείδι σας και τώρα παρακινείτε και εμένα διά να πάθω τα ίδια, όχι, μη γένοιτο, δεν θέλω ταξείδια.

Και τελειώνοντας αυτήν την διήγησιν επρόσταξε να μετρήσουν του βαστάζου άλλα εκατόν φλωριά και τον εκάλεσε μαζί με τους άλλους φίλους να έλθουν και αύριον εις το συμπόσιόν του, διά να ακούσουν την διήγησιν και του τρίτου ταξειδιού του.

Όχι όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής ετούτα τα φλωριά, τα οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον σου. Αυτή τα έλαβε διά να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε να μη φυλάττουν μίσος προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη, εμίσευσεν από το σπήτι του με δάκρυα εις τα μάτια.

Αλλ' ενώ προσεπάθει να το αποκρεμάση, μετεκίνησε τυχαίως την δοκόν την επί του τοίχου στηριζομένην και κατέπεσε πρώτον λίθος τις από του παλαιοτοίχου και είτα παλαιόν δοχείον μικρόν εκ λευκοσιδήρου, όπερ εν τη πτώσει του ήνοιξεν εσκωριασμένον ως ήτο, και εξεχύθησαν επί του κλινιδίου χρυσά φλωρία στιλπνά και λάμποντα ζωηρώς υπό το αμυδρόν του λυχναρίου φως. — Μάννα λέω!