United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να το έπνιγε το πλοίον του, πάλιν δεν θα έκαμνε Χριστούγεννα με την Μυγδαλίτσαν του· ίσως και να την έχανε διά παντός. Κατέπεσε τότε η οργή του· και τω εφάνη τότε ότι τωόντι άραξε και αυτός εις της Τρεις-Μπούκαις, καθώς άραξε και το κατάμαυρον μπάρκο του.

Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι; Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά.

Ο φιλόσοφος ενέβλεπεν αύτη μετά πολλής ημερότητος, και η κόρη έλαβε μικρόν θάρρος. — Μη φοβού, τη είπεν. Η νέα, τρέμουσα τα γόνατα, κατέπεσε και εκάθισεν επί τινος βάθρου. — Διατί τρέμεις, κόρη μου; επανέλαβεν ο Πλήθων. Μάθε ότι δεν είμαι εχθρός σου, καθώς νομίζεις. Είμαι φίλος. — Φίλος, επανέλαβε μηχανικώς η Αϊμά. — Φίλος, και μάλιστα προστάτης. Ουδείς επί της γης σε αγαπά πατρικώς, ως εγώ.

Επεφάνη εν τη φωτισμένη ζώνη, εσταμάτησε μίαν στιγμήν παρά την απόκρημνον όχθην, και εβύθισε την κεφαλήν του εις την διώρυγα. Μετά μίαν στιγμήν επεφαίνετο εις την μαρμαρίνην κλίμακα πλησίον της μαρκησίας κρατών εις τα χέρια του το παιδί ζωντανόν και αναπνέον ακόμη. Τότε ο μανδύας του από το βάρος του διαβρέξαντος αυτόν ύδατος υπεχώρησε και κατέπεσε προ των ποδών του.

Πέτρου κίτριναι υπό της οργής, η εικών του Εσταυρωμένου κατέπεσε και εθραύσθη, ο δε προστάτης Άγγελος του Πάπα Ιωάννου Η', όστις δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ο κλειδούχος του παραδείσου ήτο γυνή, απέπτη εις ουρανόν σκιάζων το πρόσωπον διά των πτερύγων.

Τότε θραυσθέντος του αιχμηρού ξηρού κλώνου, του εμπαγέντος εν τω όπισθεν σάκκω της πεπαλαιωμένης πήρας, διερράγη μέρος αυτής, δι' ου υποχώρησαν το βαρύ χρυσοφόρον δοχείον κατέπεσε, κυλισθέν επί των θάμνων κάτω. Εκεί παρ' ολίγον να πέση άπνους ο ληστής. Τότε εθόλωσεν ο νους του, ότε, κρατηθέντος του δισακκίου, ενόμισεν ότι ενεπάγη ακίνητος εκεί, ασφαλής λεία των φαντασμάτων.

Ο Ήλιος του έδωκε το άρμα, αυτός δε κατέπεσε και εφονεύθη• λέγεται δε ότι αι αδελφαί του τον εθρήνουν εδώ κάπου εις τας όχθας του Ηριδανού, όπου κατέπεσε, και μετεμορφώθησαν εις αιγείρους, εξακολουθούν δε να δακρύουν δι' αυτόν και τα δάκρυα των γίνονται ήλεκτρον.

Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας. Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας, με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους πλήρεις άμμου.

Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου.

Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν. — Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θειά-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος.