United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά το ακόλουθον όμως δεν συμφωνούσι με κανέν ελληνικόν έθνος· αντί να χαιρετίζωσιν αλλήλους καθ' οδόν διά της φωνής, προσκυνούσι καταβιβάζοντες την χείρα μέχρι γόνατος. Φορούσι δε χιτώνας λινούς με θυσάνους περί τα σκέλη· ονομάζουσι δε τους θυσάνους τούτους καλασίρεις, και άνωθεν του χιτώνος φορούσι μανδύας εκ μαλλίου λευκού.

Αυτό είνε το έσχατον μέσον, Αλλ' εν τω μεταξύ συ θα σώσης αμφοτέρους. Είσαι φίλος του Καίσαρος. Εκείνος μου την έδωκεν. Ύπαγε και σώσον με! Νωρίς να απαντήση ο Πετρώνιος εκάλεσεν ένα δούλον και τον έστειλε να φέρη δύο αμαυρούς μανδύας και δύο ρομφαίας. — Πηγαίνομεν τώρα, είπεν έπειτα ο Πετρώνιος, θα σου τα είπω όλα καθ' οδόν. Μετά μίαν στιγμήν ευρίσκοντο εις την οδόν.

Μανδύας Ηγουμένου, ημιόνους Ληγάτου, μίτρας Επισκόπου, ενίοτε δε και Πάπα χρυσάς εμβάδας ωνειρεύετο ήδη η ξανθή ημών ηρωίς, τους δε εραστάς ετοποθέτει ως φρόνιμος γυνή εις το βάθος της σκηνής, ως φυλάττονται και τα γλυκύσματα διά το τέλος του συμποσίου.

Ο μανδύας του σοφιστού έχει σκεπάσει τα μέλη του. Ο προσποιημένος ζήλος των και η ψεύτική τους ρητορική είναι ευχάριστα.

Κανείς δεν ετόλμησε να αποδείξη ότι δεν έβλεπε τα φορέματα. Υπήγε λοιπόν ο βασιλεύς εις την παράταξιν με την συνοδείαν του, και όλοι εις τον δρόμον έλεγαν: «Τι μεγαλοπρεπή ενδυμασίαν φορεί σήμερον ο βασιλεύς! Τι ουράν έχει ο μανδύας του! Πώς του πηγαίνειΚανείς δεν ήθελε να προδοθή ότι δεν βλέπει τίποτε, διά να μη τον νομίσουν κουτόν ή ανάξιον διά την θέσιν του.

Επί τέλους επροσποιήθησαν ότι εβγάζουν το ύφασμα από το εργαλείον, έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, έρραψαν με βελόνας χωρίς κλωστήν και εκήρυξαν ότι τα βασιλικά φορέματα είναι έτοιμα. Ο βασιλεύς υπήγε πάλιν με την συνοδείαν του· οι δε αγύρται εσήκωναν το έν χέρι, ωσάν να εκρατούσαν κάτι, και έλεγαν: Ιδού το βρακί, ιδού ο επενδύτης, ιδού ο μανδύας, και ούτω καθεξής.

Επεφάνη εν τη φωτισμένη ζώνη, εσταμάτησε μίαν στιγμήν παρά την απόκρημνον όχθην, και εβύθισε την κεφαλήν του εις την διώρυγα. Μετά μίαν στιγμήν επεφαίνετο εις την μαρμαρίνην κλίμακα πλησίον της μαρκησίας κρατών εις τα χέρια του το παιδί ζωντανόν και αναπνέον ακόμη. Τότε ο μανδύας του από το βάρος του διαβρέξαντος αυτόν ύδατος υπεχώρησε και κατέπεσε προ των ποδών του.

Ο βασιλεύς το ήκουσε και του εφάνη ότι ωσάν να είχαν δίκαιον, αλλά εσυλλογίσθη ότι δεν έπρεπε να διακοπή η τελετή. Εξηκολούθησε λοιπόν τον δρόμον του, και οι αυλικοί του απ' οπίσω εκρατούσαν σφικτά την ουράν του μανδύου, χωρίς να υπάρχη ούτε μανδύας ούτε ουρά. Η εξοχή ήτο εις όλην της την ωραιότητα. Ήτο καλοκαίρι, και εις τα χωράφια το σιτάρι εκιτρίνιζε.

Συνήντησα διαφόρους με μανδύας και μεγάλας γενειάδας, οίτινες έλεγον ότι προήρχοντο εξ αυτής και, νομίζων ότι την εγνώριζον πραγματικώς, τους ηρώτων αλλ' αυτοί την ηγνόουν πολύ περισσότερον από εμέ και ή δεν μου έδιδον καμμίαν απάντησιν διά να μη φανερώσουν την άγνοιάν των ή άλλην αντ' άλλης θύραν μου εδείκνυον και ούτω μέχρι σήμερον δεν κατώρθωσα ακόμη να εύρω την κατοικίαν της Φιλοσοφίας.