Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.

Έτοιμος είμαι, είπεν ο βασιλεύς. Με πηγαίνουν καλά τα φορέματά μου; Και εγύρισε πάλιν εις τον καθρέπτην διά να δείξη ότι τα έβλεπε και του ήρεσαν. Οι αυλικοί, οι οποίοι είχαν χρέος να σηκώνουν την ουράν του βασιλικού μανδύου, έσκυβαν τα χέρια εις το πάτωμα, ωσάν να εσήκωσαν τας άκρας του φορέματος, και επήγαιναν κατόπιν από τον βασιλέα, και εκρατούσαν τον αέρα.

Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' όψιν όσα ήκουεν. Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε με λαρυγγώδη φωνήν. «Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του αληθινού ΘεούΕπηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.

Πρέπει να κάμω καλλιτέραν γνωριμίαν με αυτόν τον στωικόν, αλλ' εν τω μεταξύ θα διατάξω να απολυμάνουν το άτριον. Ο Χίλων Χιλωνίδης έπαιζεν εις την χείρα του υπό τας πτυχάς του μανδύου του το βαλάντιον το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, εθαύμαζε δε το βάρος του και ευαρέστως ήκουε τον ήχον του.

Όταν εφθάσαμεν οδηγούντες την κόρην σου εις το Ιερόν άλσος της Αρτέμιδος, της κόρης του Διός, και εις τους διανθείς λειμώνας, όπου ίστατο πυκνόν των Ελλήνων το στράτευμα, ευθύς πλήθος Αργείων αθρόον ήλθε προς ημάς, ο δε βασιλεύς Αγαμέμνων, μόλις παρετήρησε την κόρην του προχωρούσαν προς σφαγήν, εστέναξε, στρέψας δε την κεφαλήν προς τα οπίσω και καλύψας το πρόσωπον διά του μανδύου του, έκλαιε σφοδρώς.

Πώς πηγαίνουν τα οιδήματα τα οποία σου επροξένησεν ο θείος Οδυσσεύς υπό τα τείχη της Τροίας, και τι κάμνει ο ίδιος εις τα Ηλύσια πεδία; — Ευγενή αυθέντα, απήντησεν ο Χίλων Χιλωνίδης, ο σοφώτατος των νεκρών, ο Οδυσσεύς πέμπει δι' εμού εις τον Πετρώνιον, τον σοφώτατον μεταξύ των ζώντων, ένα χαιρετισμόν και την παράκλησιν όπως καλυφθώσιν αι ουλαί των κτυπημάτων μου διά καινουργούς μανδύου.

Μα την τριπλήν Εκάτην! ανέκραξεν ο Πετρώνιος, η απάντησις είναι αξία ενός μανδύου. . . Αλλ' η συνδιάλεξις διεκόπη υπό του Βινικίου, όστις ηρώτησεν αμέσως: — Ηξεύρεις ακριβώς με τι θα επιφορτισθής; — Την νύκτα της προχθές, απεκρίθη ο Χίλων, ήρπασαν μίαν νέαν, καλουμένην Λίγειαν, ή μάλλον Γαλλίναν, θετήν θυγατέρα του Αούλου Πλαυτίου.

Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.

Ο βασιλεύς το ήκουσε και του εφάνη ότι ωσάν να είχαν δίκαιον, αλλά εσυλλογίσθη ότι δεν έπρεπε να διακοπή η τελετή. Εξηκολούθησε λοιπόν τον δρόμον του, και οι αυλικοί του απ' οπίσω εκρατούσαν σφικτά την ουράν του μανδύου, χωρίς να υπάρχη ούτε μανδύας ούτε ουρά. Η εξοχή ήτο εις όλην της την ωραιότητα. Ήτο καλοκαίρι, και εις τα χωράφια το σιτάρι εκιτρίνιζε.

Παρετήρησε προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην. Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν