United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στρέψας την ράχην, απήλθε χωλαίνων να πίη τέλος τον καφέν του, αφού είχε καταφάγει ήδη εξ ανυπομονησίας το ξάκρισμα, και θα ηναγκάζετο ίσως να βάλη χείρα εις το ήμισυ της προσφοράς, το προωρισμένον διά την συμβίαν.

Βέβαια, όποιος είναι ασθενής, θα εξετάση όλους τους ιατρούς, και με μεγίστην ανοχήν θα δεχθή τας αυστηροτάτας διαίτας και τα πικρότατα φάρμακα διά ν' απολαύση την ποθητήν του υγείαν. Παρετήρησα ότι ο έντιμος γέρων ετέντωσε τα αυτιά του διά να λάβη μέρος εις την συζήτησιν μας· ύψωσα την φωνήν, στρέψας τον λόγον προς αυτόν.

Παρετήρησα επίσης ότι αι τουαλέτται των δεν ήσαν επιτυχημένοι, ή το ολιγώτερον αι περισσότεραι από αυτάς δεν ήσαν εν αναλογία με τα πρόσωπα που τας εφόρουν. Στρέψας το βλέμμα μου πέριξ ανεγνώρισα την νεαράν κυρίαν την τόσον θελκτικήν, με την οποίαν ο κ. Μαγιάρ με εγνώρισεν εις το μικρόν εντευκτήριον.

Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης, και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνη. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει.....την θαλασσίαν νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού! Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήση.

Κι' ορμήσας υπερεπήδα τον ένα μετά τον άλλον όλους τους παίζοντας, έπειτα δε έσκυψε και στηρίξας τας χείρας επί των γονάτων του, ετάχθη εις το άκρον της γραμμής. Εκείθεν στρέψας την κεφαλήν, χωρίς ν' ανασηκωθή, εφώναξε προς τους ηλικιώτας και φίλους: — Είντα κάνετε, μωρέ κοπέλια; Καλά 'στε; Εις τον ενθουσιασμόν του παιγνιδιού είς εκ των νέων επρότεινε να διατρέξουν με τον ποταμόν το χωριό.

Καθώς λοιπόν η Ξανθίππη μας είδε, ήρχισε δυνατά να θρηνολογή και να λέγη από εκείνα, τα οποία αι γυναίκες συνηθίζουν, ότι δηλαδή, ω Σώκρατες, οι φίλοι σου θα ομιλήσουν εις σε δια τελευταίαν φοράν και συ εις αυτούς. Και ο Σωκράτης στρέψας τα βλέμματα προς τον Κρίτωνα, Κρίτων, είπεν, ας την πάρη κανείς εις το σπίτι.

Όταν εφθάσαμεν οδηγούντες την κόρην σου εις το Ιερόν άλσος της Αρτέμιδος, της κόρης του Διός, και εις τους διανθείς λειμώνας, όπου ίστατο πυκνόν των Ελλήνων το στράτευμα, ευθύς πλήθος Αργείων αθρόον ήλθε προς ημάς, ο δε βασιλεύς Αγαμέμνων, μόλις παρετήρησε την κόρην του προχωρούσαν προς σφαγήν, εστέναξε, στρέψας δε την κεφαλήν προς τα οπίσω και καλύψας το πρόσωπον διά του μανδύου του, έκλαιε σφοδρώς.

Εδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Καλκούττα! Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — Αληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω. — Το μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ. — Το μόνον εύκολον! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε!

Και συγχρόνως στρέψας προς ημάς είπε· Πόσον φιλόφρων είναι ο άνθρωπος αυτός· και εις όλου του καιρού αυτού το διάστημα μ' επλησίαζε, και συνωμίλει κάποτε μαζί μου και ήτο ο καλύτερος άνθρωπος και τώρα με πόσον γενναίαν καρδίαν με κλαίει. Αλλ' έλα λοιπόν, Κρίτων, ας υπακούσωμεν εις αυτόν και ας φέρη κανείς το δηλητήριον, εάν έχη τριφθή· εάν δε όχι, ο άνθρωπος, ας το τρίψη.

Και ο Θαλής δε ο Μιλήσιος προ αυτών υπεσχέθη εις τον Κροίσον να περάση τον στρατόν του άβροχον από τον ποταμόν Άλιν και το κατώρθωσε στρέψας εντός μιας νυκτός τον ποταμόν, ώστε να διέρχεται όπισθεν του στρατοπέδου, ενώ δεν ήτο μηχανικός, αλλά σοφός ικανός και να επινοήση και να πείση.