Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Και στον Άι-Γεώργην, όπου αι τόσαι νύμφαι του χωρίου ελιτάνευον στολισμέναι με τα πεποικιλμένα μανίκια, τας μεταξωτάς ποδίας και τα χρυσά ποδογύριά των, ερχόμεναι άλλαι με της βάρκες και άλλαι διά ξηράς. Και εις τα Πέντ' Αδέλφια, όπου τα αγκαλιασμένα γηραιά δένδρα καλύπτουν την βρύσιν και στεγάζουν τον πενιχρόν ναόν με το θεσπέσιον άλσος των.
Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρην — μετά τρία ακόμη έτη ένα υιόν — μετά δύο έτη πάλιν κόρην — αυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη. Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσα — κι' άλλα τόσα — κι' άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν. Είδε την γλύκα. Τω όντι φρόνιμη νέα.
Ηκούσθη φωνή γηραιά, του γέροντος κλητήρος της Δημαρχίας, όστις ησθάνετο μικράν τινα συμπάθειαν προς την θεια Μυγδαλίτσα, διότι οσάκις άνοιγε το ολίγον κρασί, τον εκερνούσε δυο-τρεις φοραίς τον γέροντα, συμπαθούσα. Συγχρόνως, διαβαίνουσαι την στιγμήν εκείνην και άλλαι γυναίκες, αι τελευταίαι από την εκκλησίαν, της είπον: Καλή χρονιά! Καλώς τα δεχθήκατε!
Η βοή των αμαξών και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα. — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.
Η ιδέα ότι είνε ορφαναί κόραι, τας έκαμνε να συστέλλωνται και να διστάζωσι. Τι ήθελον αυταί μέσα εις την χαράν του κόσμου; Η γραία όμως όσην ευλάβειαν και αν είχεν εις τους σεμνούς λόγους του Παπά-Ιερεμία, ησθάνετο κοσμικωτέρους παλμούς εν τη γηραιά καρδία της.
Και είνε τόσον σκυθρωπόν και τόσον περιλύπως κρέμονται τα γηραιά του χείλη, ώστε νομίζετε ότι μελετά αυτοκτονίαν. Κατά την διάβασιν του τροχιοδρόμου, ο Αχαμνόων στρέφει προς αυτόν το σκοτεινόν του βλέμμα και έπειτα τα γωνιώδη νώτα του. Μία ηθοποιός θα ηδύνατο να λάβη μαθήματα μεγαλοπρεπούς περιφρονήσεως από το παλιάλογον αυτό. — Τι μαύρα τα νερά αυτής της σούδας!
Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε! — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις παιδίσκη του ιερέως.
Εφέτος, δηλαδή κατά το έτος εκείνο της δυστυχίας διά τα δύο ορφανά, δεν ήτο πλέον εκεί ούτε ο πατήρ των, όστις έλειπεν, ούτε η μήτηρ των, ήτις επήγε μακρύτερα ακόμη. Αντί των δύο ήτο η γηραιά μάμμη, ρογχάζουσα επί της κλίνης και γογγύζουσα. Αντί των κοκκίνων αυγών, ήσαν αι φλέγουσαι εκ του πυρετού παρειαί της. Αντί των επιχρύσων λαμπάδων, ήσαν οι δύο τρεμοσβύνοντες και βλοσυροί οφθαλμοί της.
— Εδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Καλκούττα! Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — Αληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω. — Το μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ. — Το μόνον εύκολον! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν