United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκ του καταστρώματος του πλοίου όπου, αντί ιερέως, ο πλοίαρχος ανέγνωσεν εις ξένην γλώσσαν τας νεκρωσίμους προσευχάς, το λείψανόν της σαβανωθέν εντός ιστίου, με σφαίραν βαρείαν εις τους πόδας, ερρίφθη εις τα βάθη της θαλάσσης. Ήμην δεκαετής τότε, ήμην εις ηλικίαν ώστε να αισθανθώ ολόκληρον την πικρίαν των τραγικών εκείνων περιπετειών.

Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είνε τόσον παράδοξος και τόσον εκτός των φυσικών νόμων, ώστε, ενώ χείμαρρος συμφοράς αδυνατεί να τον κλονήση, δύναται να κατορθώση τούτο έν απλούστατον δάκρυ. Άνευ του έρωτος, ο ιερεύς δεν έφερε πάντοτε την ευτυχίαν· και άνευ του ιερέως όμως, την έφερε πάντοτε ο έρως.

Ο πολιός εφημέριος απέμεινε σύννους. Εσκέφθη πολύ. Επηκολούθησε μικρά σιωπή. Εις την ψυχήν του παπά-Κονόμου αντηλλάγησαν πολλαί υποθέσεις. Εις τον νουν του εσχηματίσθησαν πολλά συμπεράσματα. Το αποτρόπαιον βρυκολάκιασμα όμως ήρχισε να διαλύεται ολίγον κατ' ολίγον, και η ωραία οπτασία του βοσκού απετέλεσε την βάσιν μιας γλυκητάτης υποθέσεως μέσα εις τον νουν του ιερέως.

Οι Αιγύπτιοι, ελευθερωθέντες μετά την βασιλείαν του ιερέως του Ηφαίστου, διήρεσαν το βασίλειον εις δώδεκα μέρη και κατέστησαν δώδεκα βασιλείς , διότι ουδέποτε ηδυνήθησαν να ζήσωσιν άνευ βασιλέως.

Και είδες πάραυτα ο κόσμος να συναθροισθή περί τα Βημόθυρα συνωθούμενος ν' ανάψη την λαμπάδα του, να λάβη το φως εκ του ανεσπέρου φωτός· κ' έβλεπες χείρας τεταμένας γύρω εκεί, και λευκάς λαμπάδας εις πολυσύνθετα και αδιέξοδα γεωμετρικά σχήματα, ακτινωτώς εγγιζούσας τας ανημμένας του ιερέως λαμπάδας, η πολιά μορφή του οποίου κατηγλαΐζετο φαεινώς ως μορφή αγγέλου κολυμβώντος εν τω φωτί.

Όταν είδα τους ανθρώπους του χωρίου και ιδίως τους γέροντας, τόσο δυσαρεστημένους, είπα γιατί το υποφέρατε; — Όταν το θέλη ο δήμαρχος, εδώ εις τον τόπον μας, είπαν, τι μπορούμε να κάμωμε; Αλλά για ένα πράγμα ευχαριστήθηκα· ο δήμαρχος και ο ιερεύς, ο οποίος δα και αυτός ήθελε να ωφεληθή από τας ιδιοτροπίας της γυναικός του, που βέβαια δα δεν του κάμνουν τις σούπες παχειές, εσκέφθηκαν να μοιράσουν μεταξύ των· τότε το έμαθαν οι έφοροι και είπαν αυτό δεν γίνεται! γιατί είχεν αξιώσεις παλαιές εις το μέρος του κτήματος του ιερέως, όπου ήσαν τα δένδρα, και αυτοί τα επούλησαν εις τον πλειοδοτήσαντα.

Αλλ' οσάκις πτωχός, δυνάμενος οπωσδήποτε να εργασθή, παρουσιάζετο ζητών ελεημοσύνην, — Διατί δεν εργάζεσαι ; ήσαν οι πρώτοι λόγοι του ιερέως. Μετ' αυτούς δε αμέσως επρόσθετεν — ο δυνάμενος και μη θέλων να εργασθή είναι ανάξιος ελεημοσύνης .

Ήλθον και είδον πού έμενεν ο Ιησούς, και επειδή ήτο τότε ωσεί τετάρτη μετά μεσημβρίαν, έμειναν παρ' αυτώ την ημέραν εκείνην· και πιθανώς εκοιμήθησαν παρ' αυτώ την νύκτα εκείνην· και προτού ο ύπνος κλείση τα βλέφαρά των, εγνώριζον και ησθάνοντο εις τα μύχια της καρδίας των ότι η βασιλεία των ουρανών είχεν έλθει, ότι αι ελπίδες των αιώνων τώρα είχον πληρωθή, ότι ευρίσκοντο προ Εκείνου, τον οποίον επόθουν όλα τα έθνη, προ του Ιερέως του μεγαλειτέρου του Ααρών, του προφήτου του μεγαλειτέρου του Μωυσέως, του βασιλέως του μεγαλειτέρου του Δαυίδ, του αληθούς Αστέρος του Ιακώβ και Σκήπτρου του Ισραήλ.

Αλλ' ο μπάρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν, κ' εμπερδεμμένην προφοράν του ανέκραξε·Μπράβο! μπράβο! ακούς! ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! όρεξι νάχης, όρεξι νάχης, παπά! — Να, άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είνε κίνδυνος;

Ενταύθα, αναγνώστα μου, ηδυνάμην, αν ήθελον, να δανεισθώ παρά του αββά Κάστη, του πανοσιωτάτου Πούλκη, του αιδεσιμωτάτου Ραβελαί ή άλλου σεμνού ιερέως ολίγην αισχρολογίαν, ίνα δι' αυτής λιπάνω οπωσούν την διήγησίν μου, ήτις κινδυνεύει να καταντήση ξηρά ως η συκή του Ευαγγελίου· αλλ' ούτε θεολόγος ούτε ιερεύς ουδέ καν διάκονος ων ακόμη αμφιβάλλω αν έχω δικαίωμα να ρυπάνω τας χείρας μου και τας ακοάς σου.