United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα σοι είπον, αναγνώστα, ίνα σε πείσω περί της ορθοδοξίας μου· ήδη επανέρχομαι εις τους ήρωας μου. Μετά τον θάνατον του Μεγάλου Καρόλου ούτε ταχυδρομικοί σταθμοί ούτε χωροφύλακες ή αστυνομία υπήρχε πλέον εν Γερμανία• οι δε σαξωνικοί ίπποι ήσαν ως και σήμερον τοσούτω παχείς και βραδυκίνητοι, ώστε ολίγον εφοβούντο οι ημέτεροι δραπέται την καταδίωξιν.

Αλλά τώρα σκέπτομαι και αισθάνομαι αλλέως ή τότε. Τότε... Ανάγκη, αναγνώστά μου, αφού εκθέτω τας περιπετείας του βίου μου, ανάγκη να σ' εξοικειώσω περισσότερον μετά του ταπεινού ατόμου μου.

Και, μη νομίσης, αναγνώστα, ότι εξημμένων καλογήρων οπτασίαι ή συναξαριστών ληρήματά εισι ταύτα, απ' εναντίας, είναι θαύματα αυθεντικά και από της Εκκλησίας ανεγνωρισμένα, τα οποία πας Ορθόδοξος χρεωστεί κατά τον κανόνα της πανσέπτου οικουμενικής εν Νικαία συνόδου να δ έ χ η τ α ι π ί σ τ ε ι ο λ ο ψ ύ χ ω, αν δε πειραθή ως α δ ύ ν α τ α ν α δ ι α β ά λ η ή κ α τ ά τ ο δ ο κ ο ύ ν ν α π α ρ ε ξ η γ ή σ η, Α ν ά θ ε μ α έ σ τ ω!

Έκρουσα την θύραν, έκραξα: Παντελή, Παντελή ! αλλ' ουδείς απεκρίθη. Όπισθεν της καλύβης ήτο ο σταύλος. Ήνοιξα τον μάνδαλον και εισήλθα εντός αυτού και είδα, ώ χαρά μου! είδα τον όνον του Παντελή ησύχως εκεί περιμένοντα. Μη γελάσης, αναγνώστα. Τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα ! Ενόησα ότι ο ευλαβής κύριος του εκκλησιάζεται. Δεν με παρήτησεν ,ο αγαθός Παντελής ! Μετ' ου πολύ τον είδα επιστρέφοντα.

Κατά τον Αθήναιον ο έρως και ο βήχας, ή ο βηξ, αν αρχαΐζης, αναγνώστα, είναι τα μόνα πράγματα, άτινα δεν δύνανται να κρυβώσι.

Επεχειρίσθης ποτέ, αναγνώστα, υψηλού όρους την ανάβασιν; Αρχίζεις μετά θάρρους την πορείαν• είναι τραχεία η άνοδος και ο ιδρώς περιβρέχει εντός ολίγου το μέτωπόν σου. Αλλ' η προς το τέρμα προσέγγισις σμικρύνει του κόπου την αίσθησιν. Την βλέπεις άνωθέν σου την κορυφήν. Προχωρείς προς αυτήν. Επλησίασες ! Ολίγα έτι μένουν βήματα. Έφθασες! Αλλ' όχι. Δεν ήτο τούτο η κορυφή.

Κατά τον κλεινόν Πασχάλην τοιαύτη πρέπει να είναι επί της γης η φυσική κατάστασις του αληθούς χριστιανού, ζώντος διηνεκώς μεταξύ του φόβου της κολάσεως και της ελπίδος της σωτηρίας και μετά στεναγμών αναζητούντος εν τω σκότει την οδόν του Παραδείσου. Αλλά την κατάστασιν ταύτην, όσω αριστοκρατική και αν είναι, όσω και αν ιδιάζη εις τα έξοχα πνεύματα, δεν σοι την εύχομαι, καλέ μου αναγνώστα.

Είπα ψυχικώς και σωματικώς. Σωματικώς, φίλε αναγνώστα, η πικρά αλήθεια είναι, ότι είμαι λίαν μικρός, και ότι ουδέποτε κατόρθωσα, ενώπιον είτε ανδρών είτε γυναικών, να λησμονήσω το ταπεινόν του αναστήματος μου• επειδή δ' εγώ το ενθυμούμαι, νομίζω πάντοτε ότι και οι άλλοι το παρατηρούν.

Ιδού διατί ενθυμείσαι την αρχήν μόνον και το τέλος πολλών παραμυθιών, χωρίς ίσως να γνώριζες, διατί δεν ενθυμείσαι την μέσην. Αλλά το ιδικόν μου παραμύθι δεν έχει καθ' εαυτό ούτε αρχήν ούτε τέλος• ώστε δύνασαι να κοιμηθής από τούδε, αναγνώστά μου. Δεν με διακόπτεις. Τα πρώτα περί της Επαναστάσεως ακούσματα ήλθον μέχρις ημών κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν.

Ως τόσο οι «άνδρες Αθηναίοι» ― ο ομφαλός του ομφαλού της Ρωμιοσύνηςκαι οι κύριοι συμπολιτευόμενοι βουλευτές θα χειροκροτήσουν, και στα πραχτικά της Βουλής και στις συμπολιτευόμενες εφημερίδες θα βλέπεις, ω αναγνώστα, σημειωμένα «παρατεταμένα χειροκροτήματα» και «ουρανομήκεις ζητωκραυγάς». Και έτσι, πάει λέοντας.