United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τίποτε δεν θα έκαμνε μικρότερη εντύπωση από τον άτυχον ήρωα, που σοβαρά διαλαλούσε μιαν αυγή, που προ πολλού είχε χαράξει και που τόσο του ξέφευγε η αληθινή σημασία της, ώστε να προτείνη να εξακολουθήση η εργασία της παληάς εταιρείας με νέον όνομα» . Από το άλλο μέρος όμως περιέχει πολλές επιτυχημένες καρικατούρες κ' ένα σωρό ευχάριστες περικοπές από ξένα έργα, και η φιλοσοφία του Green σκεπάζει με τη ζαχαρόκονή της τα κάπως πικρά καταπότια των παραμυθιών του συγγραφέως.

Μόλις όμως έκλεισε κ' ενώ ακόμα εμουρμούριζε για το τραγούδι των νέων, έτριξε η πόρτα του διπλανού δωματίου κ' εφάνηκε η μάννα του. Ψηλόκορμη κι απλά ντυμένη, με στάση και βάδισμα περήφανο, θύμιζε τις παλιές αρχόντισσες ή της άτυχες βασίλισσες των παραμυθιών. Όλα της έδειχναν πως κρατούσε από αρχοντόσπιτο και πως ήταν παράμορφη στα νιάτα της.

Καλύπτονται μεν ως με τέφραν, αλλ' έρχεται ιδού ημέρα, ήτις μας κάμνει να γελώμεν μ' αυτάς· κι' ενίοτε να κλαίωμεν. Ω! να κλαίωμεν! Διότι φεύγουν, χάνονται από την Ελλάδα μας, την θερμήν κοιτίδα και γλυκείαν τροφόν των ωραιοτέρων παραμυθιών.

Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.

Κ' εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από εκείνα των παραμυθιών τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δεν διαβαίνει, και πουλί πετούμενο δεν λαλεί και θηρία δεν μονιάζουν παρά βασιλεύει ερημία και σκοτάδι κυβερνά και η παγωνιά καταλεί, αργά και άσφαλτα τους δύστυχους που επλάνεψεν η τύχη στ' ανήλιαστα μονοπάτια τους!

Ιδού διατί ενθυμείσαι την αρχήν μόνον και το τέλος πολλών παραμυθιών, χωρίς ίσως να γνώριζες, διατί δεν ενθυμείσαι την μέσην. Αλλά το ιδικόν μου παραμύθι δεν έχει καθ' εαυτό ούτε αρχήν ούτε τέλος• ώστε δύνασαι να κοιμηθής από τούδε, αναγνώστά μου. Δεν με διακόπτεις. Τα πρώτα περί της Επαναστάσεως ακούσματα ήλθον μέχρις ημών κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν.

Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.

Αργότερα σαν η φαμελιά του δυνάμωσε και βασίλεψαν πλατύτερα και πιο συνθετικά ιδανικά στο νου της, πήγε κ' έχτισε στην ακροποταμιά. Τρία ποτάμια έσμιγαν εδώ τα νερά τους. Έφερναν και τα τρία στους ευτυχισμένους κατοίκους της τα πλούτη των παραμυθιών. Σαν πιστοί και καλόβουλοι δουλευτάδες, μάλωναν και τα τρία ποιο να πρωτοθησαυρίση τον αφέντη του.