United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυο τιναξιές τους έχει και τους ξεφεύγει. Χύνεται μέσα στο μύλο και πετρόνει γερά την πόρτα. Πετάει την αλευρωμένη σεγκούνα του, αδράχνει το καρυοφύλλι του, χύνει κάμποσο μολύβι και μπαρούτι στο σελάχι του, καβαλλάει ψηλά το δοκάρι της στέγης και τρυπόνει αποπίσω από τον φεγγίτη. Οι τούρκοι χύθηκαν να ρίξουν την πόρτα του μύλου. Βρήκαν στο περιβόλι ένα τσεκούρι και ρίχτηκαν.

Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω, και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη. «Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου· »σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις». Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα, πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα, που πηγαινώρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της.

Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...

Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω.

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό. Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα.

Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά, Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη. Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη 'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει. Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα. Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ κ. Γ. Δροσίνη. Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.

Αλλ' ως να φοβήθηκε τη μάνα μου, πούχε προβάλει στην πόρτα, μούρριξε μόνο μια πονετική ματιά και πέρασε χωρίς να μου πη λέξη. Η μητέρα μου ήρθε 'κεί πούκλαιγα και μούπε, με χλευαστική φωνή τώρα: — Γιάε κλαίει και δεν ντρέπεται! Γιάε άντρας!

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.