United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τα επήρα και ευθύς που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα.

Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.

Έπρεπετώρα κάθομαι εδώ σαν γρηά που μαζεύει τα ξύλα της από τους φράχτες και το ψωμί της ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα, για να ευκολύνη και να παρατείνη για μια στιγμή ακόμη την ετοιμοθάνατη και άχαρη ύπαρξή της». 14 Δεκεμβρίου. «Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου; φοβούμαι και τον εαυτόν μου!

Ζήτησε πρώτα νάμπη ο Βελισάριος από την πόρτα του «έλικα», της σκάλας δηλαδή του καθισμάτου, μα τη βρήκε μανταλωμένη μέσαθε. Τραβάει τότες κατά τη μεγάλη θύρα δυτικά στο κάθισμα, στη βενέτεια τη στοά, και χώνεται μέσα στο ιπποδρόμιο. Ο Μούνδος πάλε με τους δικούς του μπήκε από τη Νεκρή πύλη του ιπποδρομίου. Θρούβαλα έπεσε αμέσως όλη η στάση.

Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο.

Μπροστά σ' όλους, στην πόρτα του μοναστηριού, σύμφωνα με το νόμο της Αγίας Εκκλησίας, ο Τριστάνος παίρνει γυναίκα την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια. Μεγαλοπρεπείς ήταν οι γάμοι και πλούσιοι.

Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαακαι μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.

Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι, επήδησα έξω και ήλθα• ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα, αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο κρεββάτι. ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η αγωνία.

Στη μέση το ψηλό μεγάλο τραπέζι με τ' άσπρο του μάρμαρο και τα βάζα του και τα γυαλικά του, άπλονε προς την πόρτα τρεις καθαρές βιτρίνες, που στα βάθη τους κιτρίνιζαν από την πολυκαιρία, διάφορα χημικά και φαρμακευτικά είδη, ενώ αποπίσω του ο γέρος φαρμακοποιός με τους δυο βοηθούς του αμούστακα παιδιά ακόμα, έτριβαν και ζύγιζαν κι έλιοναν και έφκιαναν γιατρικά, σκυμμένοι στις μικρές, τετράγωνες ρετσέτες.