Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


ΝΕΑΝΙΑΣ Ναι, όποιος θέλει δηλαδή να πάη με την τύχη, όπως στα ζάρια γίνεται, ας πάρη όποια τύχη. Α' ΓΡΑΥΣ Μα με τα ζάρια, όπως λες, δεν τρως κι' όταν πεινάς. ΝΕΑΝΙΑΣ Δεν ξέρω τι μου τσαμπουνάς. Την πόρτ' αυτή κτυπώ εγώ• έτσι θαρρώ καλήτερα. Α' ΓΡΑΥΣ Όταν κτυπήσης δηλαδή την πόρτα μου προτήτερα. ΝΕΑΝΙΑΣ Εγώ δεν θα κτυπήσω κρησάρες να ζητήσω.

Σαν είδε πια που εχώνεψε αγνάντια σταγκωνάρι, βάρεσε τη γροθιά του μ' ορμή στην πόρτα πίσω· μανιασμένος, άγριος τη βλαστήμησε, — σα νάχε ψυχή αφτή, κ' ένιωθε τον πικρόν καημό του·Αχ! αντρογυνοχωρίστρα! Κ' εμπήκε καταλυπημένος στο δωμάτιο. Αποτότε κ' ύστερα τη βαριά σιδεροκάρφωτην πόρτα του Ένα , τη λέγαμ' Αντρογυνοχωρίστρα . Πώς της άξιζε, αλήθεια, τόνομα! Χ Ι Ο Ν Ο

Εκείνος όμως δεν εσυλλογίζουνταν παρά πώς να περάση την νύκτα του αναπαυτικά. Έβαλεν ένα κερί σε μια καθέκλα κοντά εις το ντιβάνι, απλώθηκεν απάνω με τα παπούτσια, επήρε να διαβάση μιαν εφημερίδα, και μετά πέντε λεπτά άρχισε να ρουχαλά. Τωρα ήταν η δική μου σειρά, όχι βέβαια να ρουχαλήσω. Εβγήκα από την κρύφτη μου, έσυρα το λάζο, επέρασα εις το πλαγινό δωμάτιο και εκλείδωσα οπίσω μου την πόρτα.

Καθώς ο Μιλέζος πλησίασε στην πόρτα και γελούσε με κάτι που ο ντον Πρέντου του έλεγε χαμηλόφωνα, ο Έφις αναφώνησε με αξιοπρέπεια. «Αλήθεια είναι!

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.

Ο Έφις πήρε τον κουβά κάτω από το κάθισμα και ξεκίνησε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα έστρεψε δειλά, κοιτάζοντας τον κουβά που κουνιόταν. «Το γράμμα είναι από τον ντον Τζατσιντίνο;» «Το γράμμα; Τηλεγράφημα είναι……» « Χριστέ μου! Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτα κακό;» «Τίποτα, τίποτα! Πήγαινε…..» Δεν είχε νόημα να επιμένει πριν κατέβει η ντόνα Νοέμι.

Η γάτα του σπιτιού εστέκετο επάνω εις της σκάλες, εκύρτωνε την ράχη της και έλεγε: «ΜιάουΑλλά ο Ρούντυ δεν εννοούσε τι του έλεγε· εκτύπησε· κανείς δεν τον άκουσε, κανείς δεν του άνοιξε την πόρτα. «Μιάουέλεγε η γάτα.

Αλλά παρακάλεσε τόσο θερμά, που η Ζωηδία στο τέλος συμφώνησε «Φέρε τους λοιπόν», είπε, «αλλά κάνε τους να καταλάβουν ότι δεν θα πρέπει να σχολιάζουν ότι δεν τους αφορά και κάνε τους να διαβάσουν την επιγραφή πάνω από την πόρταΓιατί πάνω από την πόρτα ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα. «Όποιος ανακατεύεται σε δουλειές που δεν τον αφορούν, θα ακούσει αλήθειες που δεν θα του αρέσουν

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν