United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' όλους τώρα 'ταν χρέος του τους αρχηγούς να τρέχει ξορκίζοντάς τους· τι πολύ βαριά μας ζώνει ανάγκηΤότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Πάππου, και χάρη άλλη φορά θα σ' τόχω αν του τα ψέλνεις, 120 τι αναμελάει πολλές φορές και προθυμιά δε δείχνει, όχι από νου ασυλλογισά ή βαρεμό, μον βλέπει τι εγώ θα πω κι' ακαρτερεί το σύνθημα να δώκω.

Σαν έσαξε κάθε αρχηγός τους λόχους τους δικούς του, οι Τρώες με φωνή κι' αχό σαν όρνια ροβολούσαν, όπως στον ουρανό αψηλά οι γερανοί φωνάζουν, π' αφού σωθούνε από βαριά βροχή κι' ανεμοζάλη, κοπάδι στ' Ωκιανού πετάν με λαλητά το ρέμα 5 φέρνοντας φόνους κι' όλεθρο μακριά στους Σπιθαμένιους· πόλεμο εκεί αρχινούν κακό μόλις χαράξει η μέρα.

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.

Τα κάλλη σου κι' η χάρες σου ποιο δεν υποδουλώνουν; Καθένα αρπάζουν άξαφνα, βαριά τον αλυσόνουν. Αν σ' ίδα και σ' αγάπησα σε τι έσφαλλα ο καϋμένος; Ο Έρως βρόχι μώστησε, και βρέθηκα πιασμένος. Και τώστησε ο παμπόνηρος στης κόραις των ματιών σου, Χωρίς φτερά μ' απόθισε παιγνίδι των χεριών σου.

«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν», τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος· το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν, κάτω: «ψωμί, ψωμίβογκά ο λαός. «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει, και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει, γεμίζουν τον αέρα βογκητά.

Στα στήθια θάρρος τούβαλε, και πάει κοντά του στέκειγια ναν τον σώσει από βαριά κακοτυχιά θανάτουκαι στην οξιά ακουμπάει χωστός μες σε πυκνό σκοτάδι.

Κι' είδε στον κάμπο κατά γης τον Έχτορα βαλμένο, κι' οι φίλοι γύρω κάθουνταν, κι' αφτός αγκομαχούσε 10 βαριά φυσώντας, που η ψυχή λες τούβγαινε, και ξέρναε αίμας, τι δεν τον βάρεσε ο πιο αχαμνός Αργίτης.

Και πήρε με βαριά ψυχή την αμμουδιά άκρη άκρη του πολυτάραχου γιαλού, κι' έτσι όλο με κατάρες 35 της πυκνοπλέξουδης Λητός το γιο περικαλούσε «Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.

Κι' ο Αχιλέας στου γιαλού την πολυτάραχη άκρη βαριά στενάζοντας έκατσε με κύκλω τους συντρόφους, 60 σε μια άπλα πούσκαζε κοντά το κύμα στα χαλίκια.

Ακούστηκαν βήματα, κάπως αργόσυρτα, κάπως βαριά. Μια μορφή εμφανίστηκε κάτω στο δρόμο. Ανέβαινε και μεγάλωνε, πρόβαλε γιγαντιαία στο άχρωμο φόντο του ορίζοντα. Ήταν μαύρη, αλλά μια φλόγινη κλωστή άστραφτε στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς.