Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Θάλεγες πως αναστήθηκε μαζί με το νου του και ταποσταμένο κορμί του, κι ως τόσο, καταπονεμένο τόσους χρόνους από τη βαριά τη ξενιτειά, και τώρα πάλι μ' άξαφνης καρδιάς καρδιοχτύπια συνταραγμένο, χεροτέρευε αντίς να καλλιτερέψη, ή σαν το φύλλο τρεμούλιαζε.

Σε ανοιγοσφάλημα ματιού, σβέλτοι και παμπόνηροι, από στόμα σε στόμα προφωνήθηκαν αναμεταξύ τους. Οι βαρυποινήτες προπάντω. Επήραν την απόφαση, και δύο δύο, υπάκοοι στου Βλαχογιώργου τη βαριά την προσταγή, έτρεξαν απ όλο γύρω το προάβλιο που ήταν απλωμένοι. Εμαζέφτηκαν κ' οι δεκαφτά μπροστά στη σιδερόπορτα του τάφου τους.

Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα, σα νάνοιωθετο δόλιο! — τη συφορά που του μέλλονταν, τη μοναξιά, την κλεισμάρα και την ερήμωση που θα το δέχονταν, έστεκε μες το ριζοβούνι, ορθό, ατάραγο, σκηθρωπό, παραπονεμένο, σα χαροκαμένος ήρωγας, οπ' αν του στέρφεψαν η πολλές συφορές τα δάκρυα, νοιώθει όμως τ' ανεμόχολο να φουσκώνη στα στήθια του μέσα και το χαλασμό να του πλακώνη βαριά την καρδιά.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθέμελα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

Έπεσαν δυο του τόπου από του Τρύφου την παρέα. Ο Μποτσονάς ο Βάκης από τους άλλους. Άξιο πανώριο παληκάρι του χωριού, του Τρύφου ο γκαρδιακός ο φίλος, που εξεψύχησε κάτω από δυο βαριά χτυπήματα της κάμας της αδερφικής του φίλου του ο Βάκης. Γιατί ήταν, βλέπεις, με άλλη παρέα ο καθένας τους.

Δεν την εδέχθη ο Αρχος, Και το φτωχό βοσκόπουλο το σκάει, το φοβερίζει, — Εγώ είμαι ένα βοσκόπουλο, θρεμμένο μέσ' 'ς τα ορμάνια, Και δεν με σκάζουν, άρχοντα, άργητες και φοβέρες, Εμένα αγάπη μοναχά βαριά με βαλαντώνει, Το βιο σου δεν σου γύρεψα, εγώ την Δέσπω θέλω, Χίλια θα κάμω βολετά και θε να σου την πάρω.

Μιαν ημέρα βαριά φορτομένος, Περπατόντας σ' ορθό μονοπάτι, Οχ τον κόπο, και κάμμα του ήλιου 1275 Την ανάσσα να πάρη δε φτάνει. Σ' ένα, όχτο τ' ανάσκελα πέφτει· Και στο μέγα πολύ κούρασμά του Τη ζωή του μισόντας βαριέται, Και το χάρο με πόθο του κράζει. 1280 Να ο χάρος ομπρός του πετιέται, Το δρεπάνι κρατόντας στο χέρι, Μ' άγριαν όψι, και σχήμα τρομάρας, Για είμαι, Γέρο, του λέγει· τι θέλεις;

Μα κι' έτσι δεν ξεθύμανα απ' τη βαριά εγώ λύπη 25 του θεογέννητου Ηρακλή, που εσύ τ' Ανεμοβρόχια ξελόγιασες και το Βοριά με τους κακούς σκοπούς σου, και θαλασσόδαρτο ως την Κο τον έσπρωξες αλάργα.

Και 'ςτα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'ςτα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Καλήτερα να μην ταπαντούσες μπροστά σου, καλή Σουλτάνα, το ξαθό παληκάρι· να μην τόβλεπες ποτέ καλήτερα... — Αχ! Μέμο ! Μεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . Μια βραδιά που ταστέρια ετρεμοφέγγαν ψηλά στα ουράνια, κ' η νύχτα πλάκωνε της γης τα στήθια βαριά, — μυστική θύρα άνοιξε, — ελαφρή τρυγόνα επήδησε, — στη θερμήν αγκάλη του μάγισα έπεσε·εμυροκόπησε η νυχτερινή δροσούλα όξω τα φιλιά τους. . .

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν