Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Θάλεγε κανείς πως εφύτρωσαν εκεί, αντρειώθηκαν κιόλα κάτου από τον παχύν ίσκιο του πύργου, κι αγκάλιασαν μαγάπη τρανή και με στοργή περίσσια τα βαριά τα τειχιά του, για να κρύψουν πλιότερο το βαθύ μυστήριο που έκλειε στα σκοταδερά σωθικά του· να κάμουν πιο φριχτές και πεντασκότιδες τις παράξενες ιστορίες και ταερικά, τα ισκιώματα, που τον κάτεχαν.
Πολλά χτυπήματα μ' αντήχηση καμπάνας μαντεύανε το ατσάλι του αμονιού. Μακρύτερα, ένας σωρός χτύποι μαζεμένοι, ήχοι σαν πέτρα και σίδερο μαζί, δείχνανε τα ματσακόνια που χτυπούσανε το μίνιο του καραβιού. Μια άλλη σφύρα χτυπούσε χωρίς αντήχηση πάνω σε χοντρό σκουριασμένο σίδερο., Να κι' η ξύλινη βαριά. Είχε τη φωνή βραχνή και συμμαζεμένη.
Οι ωχρές μορφές απάνω στα ταπητουργήματα των τοίχων μας χαμογελούν και τα βαριά ματόκλαδα του μπρούντζινου Ναρκίσσου μου εδιπλώθηκαν για ύπνο. Ας μη συζητήσουμε τίποτε σοβαρά. Έχω τέλεια συνείδηση του ότι γεννηθήκαμε σ' έναν αιώνα, όπου οι κουτοί μονάχα περνούν για σοβαροί και ζω με τον τρόμο μην παρεξηγηθώ. Μη με ταπεινώνης ίσαμε το επίπεδο να σου δίνω χρήσιμες πληροφορίες.
Φλόγαις, φωτιαίς, και λαύραις, Με αναστενασμούς, Μες την καρδιά του ανάφτει Δεινούς παραδαρμούς, Δάκρυα, κλαϋμούς, και πάθια, Βαριά του προξενάει, Και με μυρίους τρόπους Τον κατατυραννάει. Τον βλέπει στα δεσμά του, Τους πόνους τον θωρεί, Και να τους αβγατήση Το πως ζητάει ναυρή. Μ' αυτά τα άρματά του Και με πολλήν ορμή, Σημάδεψε κι' εμένα Να κάμη δοκιμή.
Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση, Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση. Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του, Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170 Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια.
Απ' άκρη 'ς άκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθεμέλα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!
Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι «Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου 155 που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.
Κι' απέρασα όσο πώφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους 395 Με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους, Και κάλλια να καθήσωμε εδώ σε ησυχία, Να τους τηράμε από μακριά με τέλια αδιαφορία Γιατί παράξιους τους θωρώ, κι παραπελπισμένους Πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιόταις αντριομένους. 400 Κι' αν μας ανταίσουν, βολετό ενάντια να θυμώσουν, Με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.
Και τότε η δέσποινα θεά, η βοϊδομάτα η Ήρα, πήρε να δει πώς του Διός το νου να ξεγελάσει. 160 Κι' αφτή η βουλή τής φάνηκε σαν πιο καλή στο νου της· να πάει στην Ίδα μ' όλες της τις χάρες στολισμένη, μήπως ποθήσει άμα τη δει ναν της χαρεί τα κάλλη, κι' ύπνο θαν τούχυνε στερνά βαθύ και ξεκουράστη πας στα βαριά του βλέφαρα και λιγωμένα σπλάχνα. 165
Πώς θα πλήρωναν; Του φαινόταν ότι δεν μπορούσε πια να κινηθεί, ότι τα πόδια του ήταν πρησμένα, βαριά από το αίμα που κατέβαινε προς τα κάτω αφήνοντας άδεια την καρδιά και το κεφάλι του και τα χέρια του άπραγα. Πώς θα πλήρωναν;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν