Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Λες κ' εφύσηξε απάνωθε σιφουνικό φριχτό κι αναβόρι ακράτητο, ανέβαινε κολώνες ο μπουχός στον αέρα. — Χμ! έκαμε ξυώντας ταφτί, πονηρά μισοκλειώντας τα μάτια ο παράξενός μου σύντροφος. Ως κ' εζύγωνε το κοπάδι στο μακελιό, άναφταν άγριοι κ' οι μακελάρηδες. Εκρατούσαν τη θηλιά κάργα, κ' είχαν τη βαριά σηκωμένη. Άστραφταν διψασμένες, λαίμαργες οι φοβερές οι μαχαίρες τους.
Κάθε ώρα μου φαίνεται γεμάτη από την ευτυχία μου. Μου είναι τόσο παράξενο να συλλογίζουμαι τώρα, πως μια φορά όταν είμουνα πολύ νεώτερη, πιθυμούσα να πεθάνω για να πάω στον ουρανό. Τι νόημα είχε αυτό και τι ποθούσα; Μου φαίνεται πως το λησμόνησα, σα να μη στάθηκε ποτέ. Το μόνο, που κάποτε προτήτερα το αιστανόμουνα βαριά, είτανε το πως δε θα ξαναέβλεπα ποτέ τον πεθαμένον πατέρα μου.
Χρυσοπηγή, χρυσόνειρο της άπραγής μου νιότης, Δείξε μου μια βολά κ' εσύ σημάδι αγάπης, Χρύσω, Τι ο μαύρος θα να βουρλιστώ με τον καϊμό που θρέφω, Τι στα μελίγγια μου ο καϊμός βαριά ξανάφτει θέρμη, Κι' αν κλαίγω, τα ματάκια μου για εσένα κλαίγουν, Χρύσω.
Γιατί το κελλί του μέσα ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μιαν αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού.
Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ' αηδόνια, Κ' εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια. Κάποια νεράιδα της ερμιάς και μάγισσα ωργισμένη Το καταράστηκε βαριά και μάρμαρο έχει γένει. Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση Κι' ως τόρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.
Και στην άλλη μεριά του κόλπου είχαμε φίλους κ' οι βάρκες πηγαινοερχόντανε ανάμεσα της δικής τους και της δικής μας αποβάθρας. Εμέ όμως η τοποθεσία όλη μου κάθιζε βαριά στο στήθος κ' είχα το αίστημα πως μ' εμπόδιζε στην εργασία μου. Με βύθιζε σε μια διάθεση διαφορετική απ' όσες γνώριζα. Μα ο καιρός περνούσε και μ' αυτόν ήρθε η γαλήνη.
Επέρασε το χέρι του τάσαρκο μες από το δίχτυ του φεγγίτη, κ' έπιασε της γυναίκας του το παχουλό χεράκι απόξω. Της τράβηξε τα χέρι καταμέσα τόσο, που ακούμπησαν στα βαριά σίδερα της πόρτας τα χυμερά κι αφράτα της στήθια· το ροδοκόκινο προσωπάκι της, ξαναμένο, εκόλλησε πάνω στα δίχτυ του φεγγίτη.
μες στην ψυχή που ησύχασε, στους πόθους στομωμένη, όσο κι αν είστε σαν αχοί που πνίγονται μακρά, φέγγετε μια στιγμή απαλά σαν άνοιξη ανθισμένη· και σβήτε σα ροδόφωτα σε βραδινά νερά. Μαύρα βαραίνουν όνειρα βαριά το νου μου ακόμη ενώ σιγά το βήμα μου φέρνω σε σένα, αυγή, μόλις του δάσους τη σγουρή χρυσώνει ο ήλιος κόμη κι η καταχνιά κακό όνειρο κι αυτή γλιστρά απ τη γη
Άσπλαχνε! εδώ κι' αν αδερφό σου σφάξουν κι' αν παιδί σου, όχι δε λες αν βγει ο φονιάς και θέλει να πλερώσει· και μένει αφτού στον τόπο του πολλά ο φονιάς μετρώντας, και του παθού η βαριά καρδιά ξεγράφει πια το μίσος 635 σα λάβει δίκια πληρωμή. Μα εσένα σούχουν βάλει κακό άσβυστο οι θεοί θυμό στα στήθια για μια κόρη, μία και ξερή· μα τώρα εμείς εφτά τις πιο ομορφούλες μ' άλλα πολλά σου δίνουμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν