Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών, ακροποδητί. Διά τούτο όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.
Απεσπάσθησαν ούτω πολλοί, σχεδόν οι ημίσεις των ανδρών. Όθεν, όταν η διαδήλωσις του Λάμπρου του Βατούλα έφθασεν εις την προκυμαίαν, έκαμεν εις όλους πενιχράν εντύπωσιν. Εν τούτοις ο Λάμπρος εζήτησε να την αναζωπυρήση διά του χορού και της μουσικής, και οδηγών αυτός τον κάβο ήρχισε τον χορόν επί της αποβάθρας και της προκυμαίας.
Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και της αποβάθρας. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης κατέβη κούτσα—κούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και τα εδίωξε μακράν του ναού.
Μετ' ολίγας ώρας απεβιβαζόμεθα εις Χίον. Επερίμενα να ίδω κατά το σύνηθες την παραλίαν πλήθουσαν, και γνωρίμους και φίλους επί της προκυμαίας, και ν' ακούσω τα εύθυμα Κ α λ ώ ς ω ρ ί σ α τ ε και τους χαριεντισμούς, οίτινες άλλοτε, κατά τοιαύτας περιστάσεις, αντηλλάσσοντο μεταξύ της αποβάθρας και της λέμβου. Αλλά το παρά την αποβάθραν καφενείον ήτο κενόν, η προκυμαία έρημος, έρημος η αγορά.
Είτα, πριν φθάση εις το καφενείον, είδεν έν κόττερον και δύο μεγάλας λέμβους, αίτινες είχαν φθάσει, και την στιγμήν εκείνην ηγκυροβόλουν προ της αποβάθρας.
Παρατηρήσας τους δύο εραστάς, οίτινες περιεσφιγμένοι εις τα ράσα των εκάθηντο μελαγχολικώς επί των βαθμίδων της αποβάθρας, εσκέφθη ότι καλόν ήθελεν είναι να παραλάβη επί του πλοίου τους δύο εκείνους οπαδούς του Αγίου Βενεδίκτου, ίνα βοηθώσι τον δήμιον εις διατήρησιν της ευταξίας μεταξύ των δεσμίων, επισείοντες εις τους μεμψιμοιρούντας τας φλόγας της Κολάσεως, ως εκείνος την αγχόνην.
— Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ; — Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ! Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.
Και στην άλλη μεριά του κόλπου είχαμε φίλους κ' οι βάρκες πηγαινοερχόντανε ανάμεσα της δικής τους και της δικής μας αποβάθρας. Εμέ όμως η τοποθεσία όλη μου κάθιζε βαριά στο στήθος κ' είχα το αίστημα πως μ' εμπόδιζε στην εργασία μου. Με βύθιζε σε μια διάθεση διαφορετική απ' όσες γνώριζα. Μα ο καιρός περνούσε και μ' αυτόν ήρθε η γαλήνη.
Της φάνηκε τόσο παράξενο, σχεδόν σα να το γνώριζε από πριν πως θα περίμενε κει κι όλη την ώρα τα μάτια της δε φεύγανε από τη μικρή μορφή, που καθότανε στον μπάγκο της αποβάθρας με σκυφτό κεφάλι κι ώμους, σα να συλλογιζότανε.
Όσα δε πάλιν ήσαν προσδεδεμένα εγγύς της χιονισμένης αποβάθρας ενόμιζέ τις ότι εφόρτωνον χιόνι. Ο άνεμος είχε κοπάσει· πλην ο ουρανός ήτο φαιός ακόμη και κάτωχρος, ως όταν χιονίζη, όλος μίαν συνεχή νεφελώδη μάζαν αποτελών, εν η δεν διεκρίνετο χαραυγή τις, ουδέ η θέσις του ηλίου, όστις προ πολλού είχεν ανατείλει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν