United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και ο Τριστάνος, που πολύ τον ντρόπιαζε η υποψία ότι αγαπούσε το θείο του με υστεροβουλία, τον ηπείλησε: ότι αν ο Βασιληάς δεν κάνη το θέλημα των βαρώνων, θάφευγε από την αυλή και θα πήγαινε να υπηρετήση τον πλούσιο Βασιλέα της Γαβοΐας. Τότε ο Βασιληάς έβαλε προθεσμία στους βαρώνους του: σε σαράντα μέρες θάλεγε την απόφασί του.

Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της. — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος. — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με είχον βοηθήσει να φύγω.

Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και της αποβάθρας. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης κατέβη κούτσακούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και τα εδίωξε μακράν του ναού.

Τούτο ήτο παράδοξον μίγμα φόβου και αφοβίας, αλλ' όμως είνε αληθές. Διότι αμφότερα ένα είχον λόγον, το να μη αποτύχη ο σκοπός του. Ο άγνωστος δεν εφοβήθη υπέρ εαυτού, αλλά χάριν του σκοπού του. Ο κύων, ότε τον είδε πηδήσαντα αποτόμως, υπεχώρησε βήματά τινα, αλλ' είτα επανήλθεν εις την έφοδον. Ο άνθρωπος τον ηπείλησε με τα ξύλα, ά εκράτει, και απεμακρύνθη ο Χόμο, αλλά χωρίς να παύση να υλακτή.

Ο Τούρκος εξήγαγε το γιαταγάνιον και κατέσφαξεν αυτάς, διά να παύσωσι δε αι οιμωγαί της τε θυγατρός και των παρευρισκομένων ηπείλησε και αυτάς και ούτως επέβαλε διά του τρόμου σιωπήν. Ιδού λοιπόν τι τραγικόν τέλος έλαβεν η πολυτρόπως ευεργετήσασα την κοινωνίαν και τακτικά διανέμουσα ελέη εις τους πτωχούς. Εσφάγη μετά της θυγατρός της εν μέση οδώ και τα σώματά των έγιναν βορά των κυνών και ορνέων».

Οι κεραυνοί εβρόντων εις τον αιθέρα και δεν με κατεπτόησεν η φλοξ αυτών. Οι χειμώνες περιέβαλλον την γην με πάγους και τους δακτύλους μου δεν εθέρμανα. Οι νάρκισσοι ήνθησαν από των λειμώνων, αλλά την ευωδίαν αυτών δεν απήλαυσα. Ο Σείριος ηπείλησε τους θνητούς με βέλη του Φοίβου, αλλ' ουδέποτε εδρόσισα το στόμα μου.

Απήντησεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Θε ς' τάβρουμε, κακόμοιρε, και θε ς' τα πάρουμε ούλα! Ηπείλησε τέλος η Μιλάχρω εν αστειότητι. Εφέτος του αγίου Βασιλείουείχε κακιώσει από τα Χριστούγεννα ο «σημαδιακός» — απεφάσισεν η Μιλάχρω να τον ξεκακιώση πάλιν.

Ο Αστύοχος απεκρίθη κάπως αυθαδέστερον, τους ηπείλησε και ύψωσε μάλιστα την βακτηρίαν του, διά να κτυπήση τον Δωριέα, όπου υπεστήριζε τας αιτήσεις των ναυτών. Εις την θέαν ταύτην, το πλήθος των στρατιωτών, βίαιοι ως ναύτας ώρμησαν βοώντες κατά του Αστυόχου, διά να τον λιθοβολήσουν· αλλ' ούτος προϊδών τον κίνδυνον κατέφυγεν εις βωμόν τινα, δεν επληγώθη και το πλήθος διελύθη.