United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφοβήθησαν αρά γε ; ή μη αι σφαίραι των ναυτών μας επέτυχον ; ή μη ήσαν πολυαρίθμου σώματος εμποσθοφυλακή και επερίμενον επικουρίαν, όπως επιπέσωσι καθ' ημών ; Και τότε ; τι θα γίνωμεν; πώς θ' αντισταθώμεν; Εν τούτοις η λέμβος επλησίαζεν.

Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον• «Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160 αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του εις το φορτίο, και άγρυπνοταις πραγματειαίς το μάτι, και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».

Βαστάζεται υπό τεσσάρων ναυτών μετά σεβασμού και κατανύξεως και περιστοιχίζεται παρ' άλλων ναυτών, ετοίμων εκεί πλησίον ν' αρπάσωσιν είτα τας λαμπάδας του, φυλακτήριά εν ταις τρικυμίαις.

Εκεί οπού ήτο, ούτε ήκουε τα Χριστουγεννιάτικα άσματα των ναυτών, οίτινες συστείλαντες τα ιστία και περιμαζεύσαντες τα καλώδια, και τα άλλα τα καταρρακωθέντα πανία, και ασφαλίσαντες με δύο αγκύρας το σκάφος, κατήλθον εις την πρωραίαν αίθουσάν των, εν χαρά άγοντες την νύκτα της Παραμονής, αλλά με τα ιμάτια της εργασίας των πάντοτε, προσμένοντες νέαν διαταγήν ίσως του ωργισμένου πλοιάρχου των.

Αλλά πάλιν εντρέπετο. «Δεν της είπα της ευλογημένης να μη πάη», έλεγε συλλογιζομένη την μητέρα της, και ήθελε να απομακρυνθή από το παράθυρον, και πάλιν έβλεπεν έξω ως καρφωμένη εκεί. — Να ιδής, επανελήφθη η φωνή των διαλεγομένων ναυτών. Η Μαργαρώ ηκροάσθη εκ νέου. — Ενόμιζεν ο κάπταιν Νίκολς. . . — Πώς; Πώς τον λένε; διέκοψεν άλλη φωνή. — Κάπταιν Νίκολς. Έτσι τον λένε 'στο εγγλέζικο.

Από της ημέρας του θριάμβου των Ελλήνων ναυτών η χαρά και το θάρρος των πολιορκουμένων δεν είχον όρια. Η εγκατάλειψις του Κιουταχή υπό του Τοπάλ πασσά και τα ονόματα του Μιαούλη, του Ανδρούτσου και του Αποστόλη, τα οποία εφέροντο μετά θαυμασμού και λατρείας ανά τα στόματα των πολιτών και των παλληκαρίων, εξήγειρον πολύ το φιλότιμον των οπλαρχηγών και περίστασιν εζήτουν ν' αναδειχθούν και αυτοί.

Και ο μεν Γύλιππος ακολουθούμενος από επτακοσίους περίπου εκ των ιδικών του ναυτών και στρατιωτών αποβατικών οπλισμένους και από οπλίτας και ελαφρά ωπλισμένους Ιμεραίους, χιλίους ομού, και εκατόν ιππείς, από μερικούς ελαφρά ωπλισμένους και ιππείς Σελινουντίους, από ολίγους Γελώους, και Σικελούς, χιλίους το όλον, εκίνησε διά τας Συρακούσας.

Ο Σωκράτης αρνείται κ' επιχειρεί να φύγη, αλλ' έξαφνα το δαιμόνιον, το σοφόν αυτό ασυνείδητον ελατήριον της ψυχής του, τον σταματά. Διότι εκφράσεις όχι καλάς θα είχον εκστομίσει. Οι λόγοι των, του Λυσίου και ο ιδικός του, ασφαλώς ύβρισαν τον έρωτα, διότι ο έρως δεν είναι μόνος εκείνος ο οποίος απαντάται μεταξύ των ναυτών, αλλ' είναι αυτό τούτο θεός.

Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ' αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου.

Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια Μυγδαλίτσα, το Καράβι».