United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν από το Τσανταρλί, άλλην από το Κουσάντασι εξ ανατολών, και τρίτην εκ δυσμών, από τον Μαΐστρον. Βουνά τα κύματα, και εκυλίετο καρφωμένη εκεί η Σκίαθος με την ογκώδη κοιλίαν της. Έτριζεν ως εκ μετάλλου τους οδόντας του ο καπετάν-Φώκας από τον θυμόν του, αλλ' έτριζον και οι ιστοί του μπάρκου και οι τρεις.

ΥΜΝ. Δε μπορώ να κοιμηθώ μ' ένα φονηά. ΛΕΟΝΤ. Μη φοβάσαι, Υμνίς• αυτά που σου διηγήθηκα έγιναν στην Παφλαγονία• εδώ έχομεν ειρήνην. ΥΜΝ. Α όχι, είσαι μαγαρισμένος άνθρωπος• το αίμα έσταζεν επάνω σου από την κεφαλήν του βαρβάρου, που είχες καρφωμένη τη λόγχη σου. Και νομίζεις ότι εγώ μπορώ ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ένα τέτοιον άνδρα; θεός φυλάξοι! Κατά τι διαφέρει ένας τέτοιος από τον δήμιον;

Κάτι τι αθώρητο της βάραινε σα μολύβι το κεφάλι της, της ξέραινε το λάρυγγα, το στόμα, της έσφιγγε την καρδιά, βόμβος σα μελισσιού φτερούγισμα τριγυρνούσε στ' αυτιά της, κ' ένιωθε πως δεν είχε τη δύναμη να γυρίση, να κουνηθή, να σαλέψη τόσο κι απόμεινε εκεί σαν καρφωμένη, σα ναρκωμένη, φοβισμένη, θαρρώντας πως ένα γύρισμα των ματιών της μονάχα, θα της έφερνε μεγάλο κακό, θα κατακρεμνίζουνταν κάτω απ' το κρεββάτι σ' αμέτρητο γκρεμό, σ' απέραντο χάος.

Κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο μάτσο από μενεξέδες και είχε τη ματιά της καρφωμένη απάνω στα λουλούδια, σαν να μιλούσε όλη την ώρα μαζή τους. Στο χέρι της, ένα άσπρο παχουλό χεράκι μια χρυσή βέρα άστραφτε στο μεσιανό δάκτυλο. Ένας επιβάτης είπε κρυφά στον άλλον: — Κάποια χήρα θα είναι. Ο άλλος του είπε, λιγώνοντας τα μάτια του : — Τι όμορφη που είναι!...

Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ. — Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά. Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του.

Δεν ημπόρεσα όμως διά πολλές ώρες να κλείσω μάτι· η θυγατέρα του Μουφάκ εσύγχυζε μεγάλως τες αίσθησές μου· η χαριεστάτη εικόνα της μου ήτον καρφωμένη εις τον νουν μου, και ούτως έπασχα όλες εκείνες τες ώρες χωρίς ανάπαυσιν· μα τέλος πάντων άρχισα να αποκοιμηθώ ολίγον, και ο ύπνος μου δεν εστάθη πολλά μακρύς, επειδή και εστάθηκα υποχρεωμένος διά να εξυπνήσω ευθύς από μίαν μεγάλην σύγχυσιν που ηκούετο εις τον τάφον.

Αλλά πάλιν εντρέπετο. «Δεν της είπα της ευλογημένης να μη πάη», έλεγε συλλογιζομένη την μητέρα της, και ήθελε να απομακρυνθή από το παράθυρον, και πάλιν έβλεπεν έξω ως καρφωμένη εκεί. — Να ιδής, επανελήφθη η φωνή των διαλεγομένων ναυτών. Η Μαργαρώ ηκροάσθη εκ νέου. — Ενόμιζεν ο κάπταιν Νίκολς. . . — Πώς; Πώς τον λένε; διέκοψεν άλλη φωνή. — Κάπταιν Νίκολς. Έτσι τον λένε 'στο εγγλέζικο.

Και εγώ είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το θαυμάσης, που παρομοίως δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της Τζελίκας, που διά παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με κάνει αναίσθητον εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που το λοιπόν μας προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης του βασιλέως αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος εις αγάπην καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της Ρετζίας.

Είχα δε την κεφαλή του καρφωμένη επάνω στη λόγχη μου και ήμουν λουσμένος από το αίμα. ΥΜΝΙΣ. Φρίκη! Μ' αυτά τα φοβερά και αηδή πράμματα που διηγείσαι περί του εαυτού σου, Λεόντιχε, και με την ευχαρίστησι που φαίνεται ότι σου προξενεί το αίμα, ούτε να σε κυτάξη κανείς μπορεί, όχι να πιή και να κοιμηθή μαζή σου. Λοιπόν εγώ φεύγω. ΛΕΟΝΤ. θα σου δώσω διπλή πληρωμή.