Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
— Καλό και χρυσό, μάτια μου, αλήθεια· καλό και χρυσό, προσκυνώ τη Χάρη του! είπε η γριά κάνοντας το σταυρό της. Από την ώρα που μας τόστειλε ο Χαγάνος, στην καρδιά μου τόβαλα. — Μα είνε να το ιδή κανείς και να μην τ' αγαπήση; είπε κι ο γέρος με λαμποκόπημα των ματιών. Από μικρό γλύκα έσταζε το σιχαμένο.
Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!
Κι αν κατά τύχην εις αυτό το εύμορφον βιβλίον εύρης και κάτι σκοτεινόν, θα το ιδής γραμμένον 'ς το περιθώρι των ματιών . Εκεί επάνω γράφει, ότι αυτό το ακριβόν βιβλίον της αγάπης, το άδετον, χρειάζεται το δέσιμον του γάμου, και τότε ωραιότερον θα φαίνεται ακόμη.
Εγώ έλεγα πως είμαι πεθαμένη και πάλι στον κόσμο βρίσκομαι». Λες και είχε παρακαλέσει την Παναγιά να την αφήση κορακοζώητη στον κόσμο. Και κορακοζώητη έμεινε. Ογδόντα χρόνων έφτασε, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά της, γεμίζοντας τον αέρα με τους αναστεναγμούς της, ως που στερέψανε κ' οι βρύσες των ματιών της κι' ως που δεν της έμεινε ούτε πνοή ν' αναστενάξη.
Αλλά γνώριζε ότι μου πέρνεις τη χαρά των ματιών μου και τη χαρά της καρδιάς μου!». Ο Τριστάνος εμπιστεύτηκε το σκυλλί σ' έναν τραγουδιστή της Ουαλλίας, γνωστικό και παμπόνηρο ο οποίος το πήγε εκ μέρους του στην Κορνουάλλη. Ο Τραγουδιστής έφτασε στο Τινταγκέλ και το παράδωσε κρυφά στη Βασίλισσα.
Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλό — ψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους.
Και εάν η Έστερ ανοίξει το στόμα της να πει κάτι, εκείνη την κοιτάζει με τέτοιο φοβερό βλέμμα, που της κόβεται η μιλιά.» «Το ίδιο και μ’ εμένα», είπε ο Έφις. «Ακριβώς το ίδιο.» Και ένοιωσε σχεδόν ανακούφιση, επειδή η ανάμνηση των ματιών της Νοέμι τον καταδίωκε χειρότερα απ’ ό, τι η παλιά του τύψη. «Άκουσέ με τώρα. Αφού από εκείνες δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα, πήγα και ρώτησα την Καλίνα.
Εκεί να κρέμεται είδαμε την Ιοκάστη από πλεκτή κρεμάλα, τη δυστυχισμένη. Κι εκείνος βρυχήθηκε σαν το λιοντάρι την ξεκρεμνά απ’ την άθλιαν αυτήν κρεμάλα και καθώς χάμω εκοίτετο αλλοίμονό της , άλλα δεινά ακολουθήσανε σε τούτα. Ο άναξ βγάζοντας απ’ τα ρούχα της χρυσές καρφίτσες, στολίδια της ολάκριβα , μ’ αυτά τρυπάει τις κόρες των ματιών του.
Η Νοέμι γελούσε, με κακία στο βλέμμα των βαθιών της ματιών, και το γέλιο της αποθάρρυνε την ντόνα Έστερ περισσότερο απ’ όλα τα επιχειρήματα της άλλης της αδελφής.
Ευλόγησε τον Τριστάνο και τους εκατό ιππότες που με το καράβι του κινδύνου είχανε πάει να βρουν τη χαρά των ματιών του και της καρδιάς του. Αλλοίμονο! Το καράβι σου κομίζει και σένα, ευγενικέ Βασιληά, το τραχύ πένθος και τα μεγάλα μαρτύρια. Δέκα οχτώ μέρες αργότερα, συνάθροισε όλους τους βαρώνους, και έκανε το γάμο του με την Ιζόλδη την Ξανθή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν