Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Δεν μπορούσε σχεδόν ν’ ανοίξει το στόμα του, αλλά με το κεφάλι έδειξε το δρόμο, κάνοντας νεύμα στον Τζατσίντο να τον ακολουθήσει και ο Τζατσίντο τον ακολούθησε. Πήγαν πίσω από την εκκλησία, ακούμπησαν στον ερειπωμένο τοίχο, μπροστά στο μεγάλο τοπίο πλημμυρισμένο από φως. «Λοιπόνρώτησε ο Έφις με φωνή που έτρεμε. Η λέξη αυτή έκανε τον Τζατσίντο να γελάσει.

Χωρίς να προφέρη λέξη γύρισε και πήγε στη μικρή κάμαρα του Σβεν. Έμεινε πολλή ώρα εκεί κι όταν ξαναγύρισε, είδα πως είχε κλάψει, όχι όμως από θλίψη. Εκεί όμως που καθόμουνα μόνος και την περίμενα, συλλογίστηκα πως δεν είχε ανοίξει ποτέ μπροστά μου την πόρτα της μικρής κάμαρας και να μπη μέσα να κάμη την προσευχή της.

Και όπως τα μικρά παιδιά και οι γέροι άρχισε να κλαίει χωρίς να ξέρει το γιατί από πόνο που ήταν χαρά, και από χαρά που ήταν πόνος. Κάποιος όμως χτύπησε πάλι στην εξώπορτα κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της με το πανί και πήγε ν’ ανοίξει. Ένας άντρας μπήκε κλείνοντας ξωπίσω του την εξώπορτα.

Ο Βούγκος είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς, αλλ' επειδή ήτο κεκμηκώς, διότι είχεν εργασθή όλην την ημέραν, εβαρύνετο να εγερθή και εσκέπτετο αν ήτο ορθόν να τους κλείση πάλιν. Η δε Γύφτισσα είχεν αναγγείλει την αφύπνισίν της διά τελευταίου και παρατεταμένου ρογχασμού, όστις εχρησίμευεν αύτη ως τρόπος μεταβάσεως από του ύπνου εις την εγρήγορσιν.

Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.

Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».

Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα. Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο.

Δεν μπορεί να είναι αυτός…Τελικά ρώτησε λίγο απότομα: «Ποιος είναι;» «Φίλος», απάντησε μια ξένη φωνή. Η Νοέμι όμως δεν κατάφερνε να ανοίξει, τόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια της. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη, ψηλός και χλωμός, ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών, στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο.

Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, κι' εγώ τον Πάρη πάω να βρω και ναν τον κράξω, αν θέλει 280 και να μ' ακούσει μια φορά... έτσι π' αφτού ν' ανοίξει η Γης και ναν τον καταπιεί! Γιατί ο μεγάλος Δίας στον κόσμο μάς τον έστειλε για δυστυχιά και πίκρες των Τρώων και του βασιλιά κι' εμάς των αδερφών του.

Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ; Παναγία μου!

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν