Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τότε πήγε και έκλεισε την εξώπορτα για να μην έρθει κανείς ξαφνικά και τη δει να οδύρεται μ’ αυτόν τον τρόπο για το νεκρό υπηρέτη και μάθει ο κόσμος ότι τον άφησαν να πεθάνει μοναχό, ενώ για την οικογένεια εκείνη ήταν μια μεγάλη μέρα γιορτής.
Α, πόσο αμαρτωλός ήταν ακόμη! «Νομίζεις ότι ο ντον Πρέντου είναι εκεί;», ρώτησε στρέφοντας πριν βγει. «Εγώ είμαι εδώ, δεν είμαι εκεί, μπαρμπα-Έφις!» είπε η Γκριζέντα τρέχοντας γελαστή προς το μέρος του «και δεν μπορώ καν να πω: πάω να δω, γιατί οι κυράδες σου διπλομανταλώνουν την εξώπορτα όταν με βλέπουν!»
Η ντόνα Ρουθ από τη μεριά της ονειρευόταν κάθε βράδυ τον ερχομό του ανιψιού και κάθε μέρα κατά τις τρεις, την ώρα που έφτανε η ταχυδρομική άμαξα, κρυφοκοίταζε από την εξώπορτα. Η ώρα όμως περνούσε και όλα παρέμεναν ακίνητα τριγύρω.
Όταν βρέθηκε στο δρόμο, αφού προηγουμένως ο ντον Πρέντου τον συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα σαν φίλο, ο Έφις κοίταξε τριγύρω του και αναστέναξε. Όλα είχαν αλλάξει.
Την άλλη μέρα με την αυγή ο Έφις έφερε πάλι το άλογο στο χωριό και διηγήθηκε στη νεαρή κυρά του πώς είχαν διασκεδάσει το προηγούμενο βράδυ. Η Νοέμι φαινόταν ήρεμη∙ μόνο, όταν εκείνος έφευγε πάλι για το κτηματάκι, έτρεξε στην εξώπορτα και του ζήτησε να γυρίσει σε τρεις μέρες φέρνοντας προμήθειες στις αδελφές.
Ο Έφις σταμάτησε μπροστά σε μιαν εξώπορτα πλάι στην είσοδο του παλιού νεκροταφείου.
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια. «Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη….» Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν….. Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της. «Θεέ μου! Θεέ μου!
Ξανάβλεπε μόνο την παγερή αλλά ανήσυχη μορφή της Νοέμι να τον παρακολουθεί και να του λέει σαν να ήταν μυστικό: «Πηγαίνετε, άντε, πηγαίνετε στο πανηγύρι…. Πηγαίνετε, σας περιμένουν». Τους έδιωξε και το πρόσωπό της φωτίστηκε μόνο την ώρα του αποχαιρετισμού στην εξώπορτα που την έκλεισε μπροστά της.
Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.
Και όπως τα μικρά παιδιά και οι γέροι άρχισε να κλαίει χωρίς να ξέρει το γιατί από πόνο που ήταν χαρά, και από χαρά που ήταν πόνος. Κάποιος όμως χτύπησε πάλι στην εξώπορτα κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της με το πανί και πήγε ν’ ανοίξει. Ένας άντρας μπήκε κλείνοντας ξωπίσω του την εξώπορτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν