United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πίσω από την κρεββατοκάμαρα είταν ένα μικρό χώρισμα, που στην αρχή λογαριάζαμε να τα κάνουμε δωμάτιο τουαλέττας, μα έπειτα δεν ξέρω για ποιους λόγους δεν το κάναμε. Είτανε πολύ ακανόνιστο, τα παράθυρα ψηλά και τα φως λιγότερο παρότι στις άλλες κάμαρες. Εκεί κατοικούσε ο μικρός Σβεν. Εκεί είταν η κάμαρά του κ' η κάμαρα αυτή έμενε κλειστή.

Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.

Η Άγια Ειρήνη είναι κλειστή και ποτέ δεν την ανοίγουν για τους ξένους οι Τούρκοι, που την έχουν κάμει τζαμί· ο τρούλλος της όμως φαίνεται καλά απ' έξω. Περίεργη είναι η ανάγκη του προσκυνήματος. Μόνο να πάγω ως στο μέρος που με συγκινεί, μόνο αυτό με φτάνει. Αλλού είναι κάτι αρχαιότερα πράματα· η στήλη του Θεοδοσίου, και σ' άλλη μεριά η καμένη στήλη.

Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ' αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ' ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην' ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ' ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρη κλειστή την θύρα μου.

Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.

Βρίσκει την πόρτα κλειστή. Εκεί που χτύπαγε, έφθασε η γειτόνισσα και τούφερε το κλειδί και του τα πρόκαμε όλα με το νι και με το σίγμα.

Και υπάρχει αληθινά, και κοιμάται, καθώς γράφουν τα βιβλία μας; — Μάλιστα, παπά μου. Είχα γνωρίσει ένα Ιμάμην που εις το κρυφόν ήτο Χριστιανός. Είνε πολλοί τέτοιοι εις την Πόλιν. Μου λέγει λοιπόν ο φίλος μου ένα μέγα Σάββατον. — Σήμερα, καπετάνιο μου, θα ανοίξη η πόρτα της Αγίας Σοφίας, οπόθεν καταβαίνει κανείς εις τα υπόγεια. Όλον τον άλλον χρόνον είνε κλειστή η πόρτα αυτή.

Αλλ' όμως άλλη τις ιδέα τω επήλθεν: Αφού η θύρα ήτο κλειστή, πιθανόν να υπήρχον εντός άνθρωποι, και τότε συνέφερε να παρουσιασθώσιν οι φυγάδες εις αυτούς; Τι θα υπώπτευον εκείνοι; Βεβαίως ο Σκούντας δεν θα έλεγεν ότι ήρχοντο εκ του μοναστηρίου, τουναντίον δε θα διηγείτο ότι έρχονται πολύ μακρόθεν.

Πρι να κλειστή αυτό το κεφάλαιο, αξίζει να ειπωθούνε μερικά που μας εικονίζουν την κατάσταση της Αντιόχειας και της Αλεξάντρειας τον πέμτο αιώνα κάτι πιο καθάρια από τις περιγραφές που φάνηκαν απάνω στη σειρά της ιστορίας.

Πλην ο άλλος ούτος είνε επί της κλίνης· τα τέκνα του είνε μετ' αυτού· η θύρα του είνε κλειστή και μανδαλωμένη. Εις την έκθυμον ικεσίαν του φίλου απαντά αποτόμως. Δεν επιστρέφει την προσηγορίαν, φ ί λ ε. «Μη μοι κόπους πάρεχε· η θύρα κέκλεισται, ου δύναμαι», απαντά ένδοθεν.