United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως των έρμων μια σταλιά το δάκρυ τους στεγνώσει, αν την αρματωσά σου εγώ και το κεφάλι πάρω και τ' απιθώσω σπίτι μας στα χέρια των γονιών του. 40 Μα αφτή η δουλιά αδοκίμαστη καιρό δε θα τραβήξει είτε απολέμιστη... ότι βγει, καν θάνατος καν νίκηΕίπε, κι' ευτύς μια κονταριά τού σφίγγει στην ασπίδα, μα δεν την έσκισε ο χαλκός, μον μες στη στέρια ασπίδα στράβωσε η μύτη.

Τόσον εσυγχίσθη, ώστε ενώ προ μιας ώρας μόλις είχε στεγνώσει το πάτωμα από το πρωινόν σφουγγάρισμα και μόλις είχε στρώσει τα μεντέρια, αμέσως εβάλθη εις νέον κόπον πάλιν, κι' άρχισε να τα ξεστρώνη όλα, ψάθες, κυλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια, και να τα μεταφέρη έξω εις την αυλήν, να τα τινάζη εκ νέου, να ερευνά λεπτομερώς το πάτωμα, και τέλος, όταν δεν εύρε που δεύτερον άτομον του μυσαρού ζωυφίου, απεφάσισε να στρώση εκ νέου όλα τα μεντέρια της.

Η φωνή του είχε στεγνώσει στο λαιμό και τα χείλια του μόνο αναδέβανε αλαφρά με το ανάδεμα των χειλιών της κοιμισμένης. Λες πως τον είχε πάρει κι' αυτόν ένας γλυκός ύπνος και πως βλέπανε κ' οι δυο το ίδιο τόνειρο. Ο γεροπλάτανος ο ζηλιάρης έρριξ' ένα φύλλο ξερό απάνω στο κούτελο της κοιμισμένης και την ξύπνησε.

Της Λιόλιας τα δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θεια Ελέγκω που τα λέγανε με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε δυο πετσετάκια. Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη.

Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.