United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρογια της πρώτες χολέςλέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέΓιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

Ό,τι είναι βαρύ, το απορροφώσι τα κρεμάμενα νέφη και ο άνεμος το συμπαρασύρει και το τρίβει επάνω εις τας κορυφάς των ελάτων- ο αιθήρ του αρώματος γίνεται αεράκι ελαφρό και δροσερό, με διαρκώς αυξάνουσαν δροσερότητα. Αυτό ήτο το πρωινόν ποτόν του Ρούντυ.

Ιδού η Αλόνησος με το σφαιρικόν όρος της και τον απόκρυφον λιμένα της, καταφύγιον των ναυαγών και των πειρατών. Ιδού παρέκει η Κυρά-Παναγιά με το καταγάλανον των δασών της χρώμα, ως με κυανούν πρωϊνόν μανδύαν περιβεβλημένη, υφ' ον βόσκουσι τα ποίμνια της Λαύρας, τα γαλακτερά. Ιδού τα αγριόμορφα, τα χοιρώδη Γιούρα, σιωπηλά και ακατοίκητα.

Να ζήσετε και να γεράσετε... Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του. — Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά! Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο.

Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον β α ρ ύ ν και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία του.

Η Φραγκογιαννού με ελαφρόν άσθμα, έτρεχεν, έτρεχε, μαστιζομένη το πρόσωπον από το απόγειον το πρωινόν, το αντίπνοον, του Βορρά το χαϊδεμένον εωθινόν τέκνον. Έσπευδε να φθάση το ταχύτερον, πριν ανατείλη η ημέρα, εις τα μέρη τα οποία αυτή εγνώριζε.

Είχε γηράση κατά είκοσιν έτη, τον έλεγαν δε γέρο-παράξενο. Η προς την αδελφήν του όμως αγάπη δεν ήτο αγάπη συνήθης, ήτο λατρεία! Και είνε γνωστή η κωμική σκηνή ήτις έλαβε χώραν μεταξύ των τριών προσώπων, μίαν πρωίαν Κυριακής, κατόπιν μακρού και προσοδοφόρου ταξειδίου. Έπιναν, και οι τρεις μαζή, τον πρωινόν καφέν, όταν έξαφνα ο Αντωνέλλος αποτείνεται προς τον γαμβρόν του.

Σκεπασμένοι έτσι κάτω απ τον παχιόν της ίσκιο, δροσισμένοι τόρα από τον πρωινόν το μπάτη, που άρχιζαν μέσα να ξανασένουν τα πέλαγα, εψαρέβαμε τις πέρκες τις πολύχρωμες, τους γαζωμένους ζήλους, τις πράσινες τις λάπενες, τους γάιτανους, τα ολάργυρα σπαράκια, διαβάζοντας και το φρεσκοτυπωμένο το βιβλίο, που ο Καπτάν-Μιχάλης έκανε τα θάμα του, πώς στον άνεμο έκανα, και ταξηγούσα τόσο απλά και ταιριαστά, ακούς, να ταπεικάζη όπως κουβεντιάζαμε.

Αλλά και σήμερον ίσως υπάρχουν βασιλείς τρώγοντες τα βερύκοκα άπλυτα. Δεν υπάρχει όμως ίσως ούτε καρβουνιάρης ρέπων προς την ρυπαρότητα όσον ο τόσον διαλάμπων εις την ιστορίαν και τα μυθιστορήματα Λουδοβίκος 14ος εις τον οποίον ήρκει ποτήριον ύδατος διά τον πρωινόν του καθαρμόν, όταν τον έκαμνε και αυτόν, και ο οποίος παντοία νοσήματα έπαθεν από την πολυφαγίαν και την ακαθαρσίαν του.

Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος. Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν. Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.