United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά ημισείας ώρας δρόμον εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το μικρόν καφενείον της Καλλιθέας, όπου προ δέκα μεν περίπου ετών εφύετο ρικνή τις και νανοφυής αγριαπιδιά, σήμερον δε υπάρχουν δένδρα σκιερά, και καθίσματα αναπαυτικά παρά την θάλασσαν, και παίγνια γυμναστικά, ως εκείνα τα οποία θ' απαντήσης μετά τινας εβδομάδας εις όλα τα χωρία της Ελβετίας, και κόσμος τέλος πάντων, κόσμος καπνίζων το σιγάρον του και πίνων τον ζύθον του εν ευαρέστω λήθη των κόπων της ημέρας.

Ήτο παιδίον υπερφυσικόν, δένον τα στοιχεία της φύσεως, αλλά και ο Άνδερσεν την αυτήν γοητευτικήν δύναμιν είχε διά της γοητείας της φαντασίας του· ούτω αυξάνει ο Ρούντυ πίνων το άρωμα του βουνού, διδασκόμενος από τα ζώα, συνοδευόμενος από τας χελιδόνας και τας αίγας και αναρριχώμενος διαρκώς υψηλότερα πλήρης σφρίγους και σταθερότητος.

Ταύτα ακούσας ο Μυκερίνος, επειδή είδεν ότι ήτο καταδεδικασμένος, διέταξε να κατασκευάσωσι πολλούς λύχνους τους οποίους ήναπτε την νύκτα, πίνων και εντρυφών, χωρίς να παύη μήτε ημέραν μήτε νύκτα· περιήρχετο δε τας λίμνας και τα άλση και όπου ήθελε μάθει ότι υπήρχον ευάρεστοι διασκεδάσεις.

Και θεωρών αυτόν ο φίλος μου όλον έκδοτον εις τον πότον τον επείραξε: — Δεν είσαιαλήθειακολοκυθοκέφαλος, κυρ-Στρατή; — Είμαι κολοκυθοκορφάς! Μάλιστα! απήντησε. Και προσέθηκε: — Ας πιούμε ακόμα μια για τους ζωντανούς. Και πίνων έλεγε·Του χρόνου διπλοί, βρε παιδιά! — Ε, τώρα αράδα σου, κυρ-Στρατή. Θα μας ψάλης το «ΔοξαστικόνΕτελείωσαν «οι Αίνοι».

Πάραυτα ο Ιησούς ανεχαίτισε το άκαιρον τούτο κίνημα. «Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις την θήκην, είπε τω Πέτρω, ότι πάντες οι λαμβάνοντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται». Εάν δεν είχε πρόθεσιν εκουσίως να πληρώση τας Γραφάς, πίνων το ποτήριον όπερ ο Πατήρ Του είχε δώσει αυτώ, δεν θα είχε διά της προσευχής Του την βοήθειαν όχι δώδεκα δειλών Αποστόλων, αλλά δώδεκα λεγεώνων Αγγέλων; Και διά τελευταίας πράξεως θαυματουργού ελέους θίξας εθεράπευσε το τραύμα.

Και παρεκάλεσε τον Κομποδήμον είτα να της σχίση ολίγα ξύλα, διά να έχη μικρά και ευκολοβόλευτα διά τας εορτάς, ότι συνήθιζεν αργά να κάθηται ο Μπάρμπα-Σταύρος παρά την εστίαν κρατσανίζων κιδώνια ευώδη, ή τρώγων κάστανα και πίνων από το ωραίον κρασί του το μοσχάτο. Είχε παρέλθει το δειλινόν. Έξω ηκούετο θόρυβος και ταραχή εν τη αγορά χιονοβολουμένων των ναυτικών διά την καλή χρονιά.

Λέγουσι δε ότι ο Άμασις, και ότε ακόμη ήτο απλούς ιδιώτης, ηγάπα πολύ να πίνη, να αστειεύεται, και ουδεμίαν κλίσιν είχε προς τα σπουδαία πράγματα. Όταν δε πίνων και τρυφών εξήντλει όσα είχε, τότε περιερχόμενος έκλεπτε.

Και ο μπάρμπα-Κωσταντής ο Ξέσουρος, θείος της νύμφης, κρατών διά της αριστεράς ακουμβημένην επί του γόνατος του μεγάλην χιλιάρικην και διά της δεξιάς μικρόν πενηντάρικον ποτήριον, εκέρνα τους καλεσμένους προσφέρων φιλοφρόνως έν ποτήριον εις τον πρώτον γείτονά του προς τα δεξιά, είτα πίνων μετριοφρόνως και αυτός έν, είτα κερνών έν τον πρώτον γείτονά του προς τα αριστερά, υποφέρων και αυτός έν, διά να διπλοχαιρετήση· είτα μεταβιβάζων έν ποτήριον εις τον δεύτερον προς τα δεξιά γείτονά του, ροφών και αυτός έν διά ν' αποδώση τον χαιρετισμόν, και ούτω καθεξής.

Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρογια της πρώτες χολέςλέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέΓιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

Και πίνων ήδη μετά ιδιαιτέρας ευαρεσκείας τον καφέ, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος την διήγησίν του· και είπεν ότι αμέσως όμως μετά ταύτα, ενώ ήτο έτοιμος να επανέλθη εις την Ελλάδα και εις το χωρίον του, με περιουσίαν πάλιν, τόσην, ώστε ούτε τους δανειστάς του να φοβήται, ούτε τους χωρικούς να εντρέπεται, ησθένησε, καταβληθείς υπό των αφορήτων εκείνων μόχθων της σκληράς μεταλλευτικής εργασίας.