United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αι απαντήσεις επανελάμβανον την γλυκείαν προσφώνησιν αντιφωνούσαι: — Αληθώς Ανέστη! συνοδευόμεναι υπό γενναίων πυροβολισμών των ναυτικών ισχυρών όπλων, ων ο αντίλαλος βαρύς και βροντερός εφέρετο διά του ηρεμούντος αιγιαλού προς τα κατασκότεινα βουνά της μακρονήσου Ευβοίας.

Διότι ο μεν πρώτος κατώρθωσεν όσα εν τη σημ. 34. είδομεν ο δε δεύτερος ο νέος Κυναίγειρος, Κανάρης ήτο είς των τολμηροτέρων ναυτικών της επαναστάσεως. Η γυνή αύτη ήκμαζε εις το κάλλος κατά το 1800 εν Ιωαννίνοις, όπου βεβαίως ήτο αδύνατον να μείνη άγνωστος τω Αλή- Πασσά.

Δεν ήξευρεν ο Τσιφούτης, ότι «έξεστιν εν Σαββάτω αγαθοποιείν», και δεν ήξευρεν ότι «Κύριος εστιν ο Υιός του ανθρώπου και του Σαββάτου». Ήξευρε μόνον να σώζεται, με τον κόπον των Ελλήνων ναυτικών, πλέων εν ημέρα Σαββάτου. Ο πλοίαρχος εθύμωσεν, ηγανάκτησε και δυστυχώς, ως ελέχθη, ίσως παρεξετράπη κατά του Εβραίου.

Μοι είπον δε ότι αι θαλάσσιοι Γοργόνες, δι' ων χθες και πρώην έστιζον κατ' έθος τα στήθη και τας ωλένας πολλοί των ημετέρων ναυτικών, έχουσι την αρχήν εκ του διηγήματος τούτου. Το πένθιμον τέλος. Σκότος βαθύ εκάλυπτε πάσαν την γην, και η Αϊμά είχεν εισέλθει μετά του πατρός της εις το καταφύγιον εκείνο. Η νέα εξεπλάγη εκ του ασυνήθους τούτου εσωτερικού.

Και ταύτα μεν καθ' όσον αφορά εις τας συντάξεις μέχρι του 1852. Αλλ' από της εποχής εκείνης ομολογουμένως τα πράγματα μετεβλήθησαν. Πρώτον παρερχομένων των ετών επέστη η ανάγκη εγκαθιδρύσεως αληθούς συστήματος συντάξεων στρατιωτικών, ναυτικών και πολιτικών, και επί τούτω εψηφίσθη σειρά νόμων. Δεύτερον αι συντάξεις δεν διηρούντο πλέον εις πέντε τάξεις, αλλ' ανεγράφοντο κατά είδος.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225 «Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, οπού τους ξένους προβοδούν, όσοιαυτούς προσφύγουν. με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, καιτην Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230 χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα• και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνάτούτο το μέρος ήλθα, ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. κ' έλ' απαρίθμησε ρητώςεμένα τους μνηστήραις, 235 να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω εάν θε να 'μασθ' αρκετοίαυτούς ν' αντιταχθούμε, όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».

Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών.

Εδώ, εξαιρέσει των ναυτικών μερών, όπου τα παιδία πίπτουν από το στήθος της μητρός των εις την θάλασσαν, μέχρι προ ολίγων δεκάδων ετών η θάλασσα η «πικροκυματούσα» ενέπνεε θρηνώδεις στίχους, αλλ' όχι και την ιδέαν της καθαριότητος. Συνήθως έν και μόνον θαλάσσιον λουτρόν εγίνετο και τούτο κατά την νύκτα της Αναλήψεως και διά λόγους κερδοσκοπικούς.

Πολύ βεβαίως θα εγελούσα τότε, αν ευρίσκετο κανείς να μου προείπη, ότι μετ' ολίγας ημέρας θα ήμην πάλιν πολύ περισσότερον παρά προ του γάμου μου ερωτευμένος και δυστυχής. Η πρώτη αφορμή του ξανακυλίσματος υπήρξε χορός, τον οποίον έδωκεν ο κ. Δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ' αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών.

Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε• «Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια 'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω. και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάσητην πατρίδα, 350 ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω, και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα, οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία».