United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως πάντοτε η περιέργεια θ' αγρυπνή και θα παραφυλάττη. — Τον ξεκάκιωσε πάλι η Μιλάχρω! Ηκούσθη μία φωνή. — Ο Θεός να σε φυλάη, παιδί μ', εψιθύρισεν άλλη, μήτηρ αύτη, να μη πέσης σε τέτοια χέρια! — Την έψησε την κακομοίρα χειρότερα από τον φούρνον της, ηκούσθη άλλη παρατήρησις. Και η Μιλάχρω έσπευδε. — Γιατί δεν τα θέλουν, παιδί μου, τα κορίτσια! είπεν άλλη μετά πικρίας.

Η μάνα μου πέρασε τη νύχτα άγρυπνη στο προσκέφαλό μου να μου βάζη βρεμμένα πανιά στο μετωπο και να μου κάνη διάφορα γιατρικά. Και μες στις ζάλες μου την είδα μια στιγμή να κλαίη. Ο νυχτερινός πυρετός κείνος μαφήκε τρομερή εξάντληση και το επόμενο βράδυ μούρθε πάλι.

Εκείνα τα οποία οι παίδες, καίτοι έξυπνοι, βλέπουσιν εν τω σκότει, μάλλον φαντάζονται ότι βλέπουσιν. Ούτε τούτο είναι ενύπνιον. Και ότι δεν ήσαν ενύπνια ως εφαντάζοντο. Προ πάντων οι έχοντες τάσιν εις υπνοβασίαν• εις τους παίδας όμως τα φαινόμενα ταύτα είναι συχνά. O γρηγορών δύναται εν μέρει να κοιμάται και ο κοιμώμενος δύναταί πως να αγρυπνή.

Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών.

Μα τι ώφελος κι' αν έρριχνε τώρα, καλοκομμένα ξυλάκια στο νερό της πηγής; Η Ιζόλδη δε θαρχότανε πεια. Με φρόνιμα και αλαφρά βήματα, από το μονοπάτι που έπερνε άλλοτε η Βασίλισσα, ετόλμησε να πλησιάση στο Παλάτι. Στο δωμάτιό της, στα χέρια του Μάρκου αποκοιμισμένου, έμενε άγρυπνη η Ιζόλδη.

Εκείνη τρέχει άγρυπνη και χαμοπετά περίγυρα στ' άσπρα τους σπιτάκια, στους ανθισμένους κήπους, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδια και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας, που δεν ελπίζουν να την ιδούν παρά μόνον στην υπνοφαντασιά τους! Άξαφνα, όμως εξύπνησαν οι θαλασσινοί.

ΑΝΤΩΝ. Ξεσπάθωσε σύγχρονα και συ, και άμα σηκώσω το χέρι μου, κάμε και συ το ίδιο, και κτύπησε τον Γονζάλο. ΣΕΒΑΣΤ. Στάσου! ένα λόγο μοναχά. Μουσική. Ο ΑΡΙΕΛ μεταμπαίνει αόρατος. Τραγουδάει στο αυτί του ΓΟΝΖΑΛΟΥ. Ενώ κοιμάσ' αμέριμνα, Καιρό δεν χάνει η άγρυπνη Κοντά σου η Προδοσιά. Αν θέλης τη ζωούλα σου, Διώξε τον ύπνο, πρόσεχε. Σήκω, σου λέω, γοργά. ΑΝΤΩΝ. Λοιπόν γλήγορα κ' οι δύο.

Εξαγριώθηκε μονομιάς ο Νίκος. Ο πόθος του νέου κοριτσιού, πούχε φουντώσει μέσα του, αρνιόταν της Βεργινίας την ύπαρξη κι αυτή βρισκόταν εδώ μπροστά του, ολοένα μπροστά του, ζωντανή και ξύπνια ολοένα, ολοένα μ’ άγρυπνη την πίκρα της που της είχ' έρθει απ’ αυτόν!. . κ' η πίκρα της αυτή περίχυνε με χολή το λαχταραστό λουλούδι της ψυχής του και το φαρμάκι στάλαζε απ’ τις ρίζες, μολύβι στην καρδιά του, θειάφι αναμμένο στα σωθικά του, που τον έπιανε λύσσα να σπαράξη τον εαυτό του αφού απ’ αυτόν ερχόταν το κακό που υπόφερνε· μα κ' εδώ πάλι αιτία ήτον αυτή, πούτον ολοένα ξύπνια και ζωντανή μπροστά του, που του σπάραζε το στήθος με την άγρυπνη της πίκρα τη σταλμένη απ’ αυτόν τον ίδιο Δεν κοιμάσαι! της κάνει με θυμό.

— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμάτον αφρόν.

Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.