United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΤΩΝ. Ω! αυτή η καμμιά σου ελπίδα πόσο μεγάλη σου γεννάει άλλην ελπίδα! Η καμμιά σου ελπίδα κατοικεί, σου δείχνει αλλού μία τόσο υψηλή, ώστε η ίδια φιλοδοξία δεν είναι αρκετή να ξανοίξη τίποτε παρέκει, και εις το εύρεμά της ακόμη απορεί. Ομολογείς μ' εμέ πως ο Φερδινάνδος επνίγη; ΣΕΒΑΣΤ. Πάει. ΑΝΤΩΝ. Τώρα, λέγε μου, κατόπι του ποιος είναι ο διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης;

ΑΝΤΩΝ. Έλα· άλλο δεν έχω να ειπώ. ΓΟΝΖ. Ελέγαμε, Κύριε, πως τα φορέματά μας φαίνονται τώρα καινούρια, σαν τον καιρό που ευρισκόμασθε στο Τούνεζι, στο γάμο της θυγατέρας σου, που τώρα είναι βασίλισσα. ΑΝΤΩΝ. Κ' η αξιολογώτερη απ' όσες ποτέ επήγαν εκεί! ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ, από τον καιρό της χήρας Διδώς. ΑΝΤΩΝ. Ναι, της χήρας Διδώς. Η χήρα Διδώ!

Τι μπορούσε, άξιε Σεβαστιανέ; — Ω! τι μπορούσε! — φθάνει·και όμως, θαρρώ, στο πρόσωπό σου βλέπω το τι έπρεπε νάσαι· η ευκαιρία σου μιλεί· η δυνατή φαντασία μου θωράει μία κορώνα, η οποία κατεβαίνει απάνου στην κεφαλή σου. ΣΕΒΑΣΤ. Τι; είσαι έξυπνος; ΑΝΤΩΝ. Δεν μ' ακούς που μιλώ; ΣΕΒΑΣΤ. Σ' ακούω· και βέβαια είναι μια αποκοιμημένη ομιλία, και συ μιλείς εις τον ύπνο σου.

ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε·πάψε να μιλής γι' αυτόν. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι. ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε. ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί. ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα. ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί. ΓΟΝΖ. Κύριε, —

ΣΕΒΑΣΤ. Θυμούμαι που εσύ έβγαλες τον αδελφό σου τον Πρόσπερο. ΑΝΤΩΝ. Αλήθεια· και ιδές, πόσο μου αρμόζουν αυτά τα φορέματα! πολύ καλύτερα παρά πρώτα. Οι δούλοι του αδελφού μου ήταν τότε συντρόφοι μου, τώρα με προσκυνούνε. ΣΕΒΑΣΤ. Πλην η συνείδησή σου

ΓΟΝΖ. Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο, και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε.

ΣΕΒΑΣΤ. Γιατί λοιπόν δεν βαραίνει ως και τα βλέφαρά μας; Εγώ δεν νυστάζω. ΑΝΤΩΝ. Ούτ' εγώ· τα λογικά μου είν' ελαφρά. Έπεσαν όλοι μαζή σαν ματιαγμένοι· τους έρριξε χάμου σαν αστροπελέκι.

ΠΛΩΡ. Τι; θα κρυώσουν τα χείλη μας; ΓΟΝΖ. Ο βασιλέας και ο υιός του δέονται! ας κάμουμε το αυτό κ' εμείς, διότι το ίδιο μας μέλλεται. ΣΕΒΑΣΤ. Σκάζω από τη χολή μου. ΑΝΤΩΝ. Πες που μεθυστάδες ερρίξανε τη ζωή μας! κύτταξ' εκείνον τον ληστή, τον πλατυλάρυγγα! α! να σε ξεπλύνουν δέκα φορές τα ρεύματα πριν αποπνιγής!

ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή! ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια. ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο; ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του. ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά. ΓΟΝΖ. Πώς;

ΣΕΒΑΣΤ. Ένα, ένα δαίμονα τη φορά, καταπολεμώ τους λεγεώνες τους. ΑΝΤΩΝ. Έχε με μάρτυρα στη μονομαχία. ΓΟΝΖ. Είν' απελπισμένοι και οι τρεις· το μέγα τους κρίμα, ωσάν ένα φαρμάκι που εδόθη για να ενεργήση με μάκρος καιρού, τώρ' αρχινάει να νικήση τα λογικά τους. Παρακαλώ σας, πώχετ' ελαφρότερα τα πόδια, προφθάστε τους γλήγορα, και φυλάξετέ τους απ' ό,τι μπορεί να τους καταφέρη αυτή τους η μάνητα.