United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάνοντας η ημέρα, και βλέποντες που εμείς έτσι ολίγοι τους εναντιωθήκαμεν όλην την νύκτα με εκείνον τον τρόπον, από την εντροπήν τους εδίπλωσαν τες δύναμές τους εις τρόπον που επολέμησαν με ημάς ωσάν απελπισμένοι. Τέλος πάντων επαραδοθήκαμεν καταδαμασμένοι από τον αριθμόν τους.

Τέλος έγινε ανακωχή, και συφωνήθηκε να ξεκινήσουν και ν' ανταμωθούν Εθνικοί και Χριστιανοί σε κάποια πλατεία, με δίχως άρματα όμως, και νακούσουν την απόφαση του Θεοδοσίου που του την είχανε γυρέψει. Είταν η απόφαση φυσικά ενάντια για τους Εθνικούς. Σηκώθηκαν τότες αυτοί απελπισμένοι και τραβήχτηκαν. Ήρθε τώρα η ώρα του Θεοφίλου. Ίσια στο ναό, να γκρεμηστή και καλά.

Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος· κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους επιταυτού από τον Σουλτάνον.

Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια. — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες.

Ο μαντατοφόρος πήρε δυο ανάσες κι' άρχισε να ιστορή στο βασιλιά το πώς βρεθήκανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Μέσα σ' ένα βαθύ ρουμάνι, εκεί που γυρίζανε απελπισμένοι, οι ανθρώποι του βασιλιά, είδανε μια πιστικιά πούβοσκε τα πρόβατά της. Είχανε χαμένο το δρόμο τους και γυρίζανε νηστικοί και διψασμένοι μέσα στα πυκνά τα δέντρα.

Αναφέρθηκε αλλού κάτι για τους λίγους εκείνους φιλοσόφους που απελπισμένοι έφυγαν από το κράτος τον έχτο αιώνα και σύρανε κατά την Περσία, να ζητήσουν την προστασία, του Χοσρόη φημισμένου σαν είδος Μάρκος Αυρήλιος· φήμη μυθική που τους έκαμε και γύρισαν πίσω, μ' ένα καλό όμως, που τους θυμήθηκε ο Χοσρόης σαν έκαμε ειρήνη στα 532 με τον Ιουστινιανό, κ' έβαλε όρο να μείνουν ανέγγιχτοι από τους χριστιανούς οι εφτά εκείνοι φωστήρες του μισοζώντανου Εθνισμού, ο Σιμπλίκιος της Καλλικίας ένας τους.

Τρέμω, γιατί μια και δης το τι διδάσκουνται οι μητέρες της γενεάς που από δαύτες προσμένει γλυτωμό και προκοπή η πατρίδα, θα φρίξης, και θα μου πης να γυρίσουμε στο καλύβι, και κει να μείνουμε, απελπισμένοι από πιο καλότυχα μέλλοντα! Καλλίτερα, φίλε, στο μεγάλο το σπιτικό· αφού μάλιστα κ' η μητέρα της σε Σκολειό σπούδαξε κόσμο.

Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι δύο ν' αποθάνωμεν καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα, εκαρτερούσαμεν να έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους δώσωμεν να καταλάβουν το μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν· καλύτερον ποθούμεν να αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας θελήσεις τους· τόσον είμεθα απελπισμένοι.

ΣΕΒΑΣΤ. Ένα, ένα δαίμονα τη φορά, καταπολεμώ τους λεγεώνες τους. ΑΝΤΩΝ. Έχε με μάρτυρα στη μονομαχία. ΓΟΝΖ. Είν' απελπισμένοι και οι τρεις· το μέγα τους κρίμα, ωσάν ένα φαρμάκι που εδόθη για να ενεργήση με μάκρος καιρού, τώρ' αρχινάει να νικήση τα λογικά τους. Παρακαλώ σας, πώχετ' ελαφρότερα τα πόδια, προφθάστε τους γλήγορα, και φυλάξετέ τους απ' ό,τι μπορεί να τους καταφέρη αυτή τους η μάνητα.