Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Γυναίκες έτρεξαν κεπροσπάθησαν να μου σταματήσουν το αίμα και να με κατασυχάσουν. Αλλά μόνον όταν ήρθε το Βαγγελιό και μάγγιξε το χέρι της κιάκουσα τη φωνή της, καταπραΰνθηκα με μιας. Μούβαλε κιαράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε. Έπειτα με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε σπίτι. Τι ευτυχία που μούδωκε κείνη η πληγή!
Έπρεπε να σμίξουνε δυο τέτοια αμέρωτα στοιχεία για να σταματήσουν την ορμή της «κοινής γνώμης», κι άλλο δεν είταν παρά κοινή γνώμη το ιπποδρόμιο της Πόλης τους καιρούς εκείνους.
Φαίνεται, καλέ Ερμογένη, ότι το &λυσιτελούν& δεν το εννοεί καθώς το μεταχειρίζονται οι κάπηλοι, όταν κανείς πληρώνη χρέος, αλλά διότι είναι το ταχύτερον μέρος του όντος και δεν αφίνει τα πράγματα να σταματήσουν, ουδέ να λάβη &τέλος& η κίνησις και να σταθή και να παύση να κινήται. Αλλά πάντοτε &απολύει& το &τέλος& αυτής, εάν τούτο δοκιμάση να πραγματοποιηθή, και καθιστά αυτήν την κίνησιν αθάνατον.
Μισεύοντας το λοιπόν και οι τρεις απάνω εις τρία καλά άλογα, επεριπάτησαν όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να σταματήσουν πουθενά, και εις τα ξημερώματα εξεπέζευσαν διά να αναπαυθούν εις ένα μεγαλώτατον λειβάδι, στολισμένον με πολυποίκιλα λουλούδια, που έδιδαν μεγάλην ηδονήν εις την όρασιν, και άκραν ευχαρίστησιν εις την όσφρησιν· εις δε το τέλος του λειβαδιού, ήτον ένα παλάτι θαυμασιώτατον, με ένα περιβόλι πολλά ωραίον, και κοντά εις αυτό έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.
Ο Παγγλώσσης δεν πρόφθασε να τελειώση τη φράση, όταν ο μαύρος άνθρωπος έκαμε ένα σημάδι στον ακόλουθό του, που του σερβίριζε κρασί του Πορτό ή του Οπόρτο. &Πώς έκαμαν ένα ωραίο άουτο-ντα-φε για να σταματήσουν οι σεισμοί και πώς ο Αγαθούλης εμαστιγώθηκε&
Δεν ημπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά του. Εκεί οπού ελειτουργούσεν, εκεί οπού έτρωγεν. Ως ιερεύς και ως πνευματικός πολύ ηγωνίζετο να κρύπτεται από τους ενορίτας του. Αλλά δεν ημπορούσε. Πολλά θέλομεν, αλλά πολλά δεν δυνάμεθα. Εκεί οπού ήρχοντο να τον ίδουν και να τον παρηγορήσουν, εδοκίμαζε να κάμη τον γενναίον, να κρύψη τον πόνον του, και άρχιζε να ψάλλη τότε το: πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα.
Όταν έφτασαν στο δάσος, εκείνη θέλησε να σταματήσουν, γιατί τα σωτήρια βότανα φύτρωναν γύρω τους άφθονα. Αλλά την ετράβηξαν πειο μακρυά. Έλα, κόρη, δεν είναι δω το κατάλληλο μέρος». Ο ένας σκλάβος εβάδιζε μπροστά της, ο άλλος την ακολουθούσε. Άφησαν τα πατημένο μονοπάτι, και μπήκαν μέσα σε βάτους, αγκάθια και γαϊδουράγκαθα ανακατωμένα.
Και έπειτα ντρέπομαι τόσο να τις βλέπω μες στη μιζέρια, να τις βλέπω να πουλάνε κρυφά τις πατάτες, τ’ αχλάδια, τα μήλα στα παιδιά που μπαίνουν κρυφά στην αυλή, με τα χρήματα στο χέρι και ζητούν χαμηλόφωνα να ψωνίσουν, λες και είναι πράγματα κλεμμένα! Ντρέπομαι, ναι! Αυτά πρέπει να σταματήσουν. Εκείνες θα ξαναγίνουν εκείνο που ήταν κάποτε, εάν μ’ αφήσουν να κάνω ό, τι πρέπει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν