Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Ο Παγγλώσσης δεν πρόφθασε να τελειώση τη φράση, όταν ο μαύρος άνθρωπος έκαμε ένα σημάδι στον ακόλουθό του, που του σερβίριζε κρασί του Πορτό ή του Οπόρτο. &Πώς έκαμαν ένα ωραίο άουτο-ντα-φε για να σταματήσουν οι σεισμοί και πώς ο Αγαθούλης εμαστιγώθηκε&

Και γράμματα ελάβαινε συχνά. Σαν να εμαντεύαμε την αγωνία που εβασίλευε στην πατρίδα για την τύχη μας όλοι εγράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο και ο καπετάνιος. Κ' εγώ που δεν ήξευρα να πιάσω την πένα, έβαλα τον γραμματικό κ' έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο κ' ένα γράμμα: «Σήμερα εφτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε από το τάδε μέρος.

Και ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες που μου έκαμε, μου εφανέρωσε πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο του Σουράτ είχεν ένα καράβι εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά θαλάσσης.

Ήτο και ο Παυλάκης, άσωτος υιός πλοιάρχου Συριανού, διωγμένος από τον πατέρα του, δυο χρόνια τώρα, με μίαν μορφήν ξεπλυμένην και άχαριν εκ του ασώτου βίου, με βλέμμα απλανές, ακίνητος ως να εκοιμάτο με ανοικτά μάτια, όστις εγύρευε τσιγάρα πάντοτε, υποσχόμενος ν' ανταποδώση αυτά «σαν φθάσουντα πόρτο». Αλλάτο πόρτο πάντοτε γινόμενος άφαντος εις της κουμπάραις του· δυο φοραίς παντρεμένοςτα Θεραπειά και μιατον Καρού-Τσεσμέ, ενώ εις την Σύρον έκλαιεν η μάννα του απαρηγόρητος, μόνην παρηγορίαν ευρίσκουσα επάνω εις την Αγίαν Παρασκευήν οπού εκείνα τα έτη είχεν εγκατασταθή ο εκ Σκιάθου επιφανής μοναχός Διονύσιος, ο Γέροντας αποκαλούμενος και ετέλει κάθε Σαββατόβραδον εκεί ωραίας αγρυπνίας, πολύ σεβάσμιος εις όλην την Σύρον.

Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε· στον νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο και φιλόξενο εζωγραφίθηκεν αυτόματα. Στην άγρια πέτρα επάνω η ψυχή μόνη της εμάντεψεν αγκαλιά μητρική και καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι εδιάβηκεν από την Καβοκαμήλα, ελόξεψε στον άνεμο κ' έπειτα έσυρε γραμμή καταπάνω στη στεριά. — Τι κάνεις αυτού μωρέ! αγριοφώναξεν ο καπετάνιος. — Στο λιμάνι πατέρα μου· εκεί είνε πόρτο.

Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά.

Πατρίδα τους το κάθε νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της Ρούμελης, θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός ο καπετάν Λαχτάρας, φοβερός στη δύναμι, μέγας στην τόλμη, θαυμαστός στα σχέδια, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και το αίμα.

Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν