United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά τ' όνομα που είχεν η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο και τ' όνομά της. Έτσι τα εκομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους. Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ευρήκε το πατρικό του χαλασμένο· τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του ξεκληρισμένη. Μόνον το σπίτι εδιόρθωσε για να ξεχειμάζη. Ούτε κήπο εφρόντισεν ούτε άλλο τίποτα. Ερρίχθηκε στη δουλειά.

— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάςΚαλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.

Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά.

Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της.

Τρικυμία στο γιαλό, τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του· εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο λαγουδάκι.

Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο. Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα.

Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που εγέννησε το παιδί.

Ένας ψηλός, ένας λυγνός, ένας αρχάγγελος ο καπετάν Βαλμάς, μήπως εστάθηκε στο νησί σας; μην επαντρεύτηκε; μην έκαμε παιδί που το λέγουν Γιώργη; μην απόχτησεν ένα τρεχαντήρι το Μπιούτη; — Όχιόχι· δεν τον ίδαμε, δεν τον ακούσαμε· όχι. Οι νησιώτες άφρισαν· Μωρέ διάβολε! Και βελόνι να ήταν κάπου θα εβρόνταε.

Μα ο Γιώργης δεν θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση. Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς.

Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλάκαλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του. Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το καρυδόφλουδο.