Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ή περιμένετε να έλθη κανείς ζωγράφος να μας ζωγραφίση, όπως εξεικονίζουν τους μαθητάς του Σωκράτους εις το δεσμωτήριονΟι Κυνικοί εθύμωσαν και ήρχισαν να με υβρίζουν, τινές δε και ύψωσαν τας βακτηρίας των. Αλλ' επειδή ηπείλησα ότι θα ήρπαζα μερικούς εξ αυτών να τους ρίψω εις την πυράν, διά ν' ακολουθήσουν τον διδάσκαλόν των, εσιώπησαν και ησύχασαν.

Φιλονικώνταςφιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του.

Τ' όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά τ' όνομα που είχεν η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο και τ' όνομά της. Έτσι τα εκομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους. Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ευρήκε το πατρικό του χαλασμένο· τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του ξεκληρισμένη. Μόνον το σπίτι εδιόρθωσε για να ξεχειμάζη. Ούτε κήπο εφρόντισεν ούτε άλλο τίποτα. Ερρίχθηκε στη δουλειά.

Και, όπου μεν επετίθεντο, ουδείς ηδύνατο να αντικρούση ιππείς δεινούς και θωρακισμένους, περικυκλούμενοι όμως υπό πλήθους πολύ ανωτέρου διέτρεχον ενίοτε τον έσχατον κίνδυνον ώστε επί τέλους ησύχασαν μη νομίζοντες ότι είναι ικανοί να πολεμούν εναντίον δυνάμεων λίαν δυσαναλόγων.

Ότε δε έγινε συνέλευσις, εζήτησαν να ομιλήσουν, αλλ' οι στρατιώται ηρνούντο να τους ακούσουν και εφώναζαν ότι έπρεπε να φονεύσουν εκείνους, οι οποίοι κατέλυαν την δημοκρατίαν. Επί τέλους μόλις και μετά βίας ησύχασαν και συγκατετέθησαν να τους ακούσουν.

Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν. — Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού και πού μόνον καμμία λογομαχία . . . — Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε; ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή.

Όλα καλά, μπάρμπ’-Αλέξανδρε· μα έλα που ξέχασα να στείλω χαμπάρι στο σπίτι μας. — Αλήθεια; Επόμενον ήτο. Δεν πειράζει, Κωσταντή. Την επαύριον έμαθα ότι η αδελφή μου η νεωτέρα επήγε μεσάνυκτα, μαζί με τον ανεψιόν μου μ' ένα φανάρι, κ' εξύπνησε την νεαράν γυναίκα τον Κωσταντή, όπου ήτο έγγυος εις τον μήνα της, διά να πληροφορηθή. Τέλος έμαθαν ότι είχα υπάγει στο πανηγύρι, και ησύχασαν.

Προσέθηκε δε και πολλά άλλα ψεύδη. Εις την διήγησιν δε ταύτην οι στρατιώται κατ' αρχάς μεν ώρμησαν, διά να λιθοβολήσουν τους αυτουργούς της ολιγαρχίας και τους άλλους τους συμμετασχόντας εις αυτήν· αλλ' αναχαιτισθέντες υπό των φρονίμων ανθρώπων, οι οποίοι τους συνεβούλευσαν να μη καταστρέψουν το παν, καθότι ο εχθρικός στόλος ήτο εγγύς προσωρμισμένος, ησύχασαν.

Και, όλον τον καιρόν ύστερον εξηκολούθησε να κάμνη μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών, και να φέρνη εις αυτούς πολλά «κεσσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικοεωσότου, έδωκεν ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια» εις την Ελλάδα, κ' έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν