Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Κατά τον μύθον αυτόν οι Τιτάνες, χρίσαντες το πρόσωπον αυτών με γύψον διά να μη γνωρισθούν, κατώρθωσαν να πλησιάσουν τον Διόνυσον, τον οποίον ο Ζευς είχεν εγκαταστήσει βασιλέα επί του Ουρανίου θρόνου, και να τον φονεύσουν, διαμοιρασθέντες τα μέλη αυτού μεταξύ των.
Επέβη λοιπόν εις πλοιάριον κακούργων ανθρώπων, οι οποίοι εννοήσαντες ότι είχε μαζύ του πολύν χρυσόν και άργυρον, όταν έφθασαν εις τα μέσα του Αιγαίου, απεφάσισαν να τον φονεύσουν.
Ο Βινίκιος δυνατόν να εφονεύθη, αλλά αδύνατο να είνε μόνον πληγωμένος ή αιχμάλωτος. «Αναμφιβόλως», εσκέφθη, «οι χριστιανοί δεν θα ετόλμων να φονεύσουν άνθρωπον τόσον ισχυρόν, καθότι το έγκλημα θα ηδύνατο να προκαλέση κατ' αυτών γενικόν διωγμόν. Ήτο πιθανώτερον ότι θα τον εκράτησαν διά της βίας διά να δώσουν εις τον Λιγεία καιρόν να κρυφθή εις άλλο μέρος.
Εν τη οργή των απεφάσισαν όχι μόνον τους παρόντας να φονεύσουν, αλλά και όλους τους εφήβους Μυτιληναίους, και να ανδραποδίσουν τους παίδας και τας γυναίκας.
Η μία εφαρμάκευσε την άλλην δι' εμένα, και μόνη της σκοτώθηκε κατόπιν. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Είν' αλήθεια! Τα πρόσωπά των κρύψετε. ΕΔΜ. Ψυχομαχώ... θα κάμω κ' ένα καλόν, 'ς της φύσεως το πείσμα της κακής μου. 'Σ το φρούριον πηγαίνετε, αμέσως, μην αργείτε! Έχω δοσμένην προσταγήν τον Ληρ, την Κορδηλίαν να τους φονεύσουν! Τρέξετε! Ευθύς! Προφθάσετέ τους. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τρέξετ' ευθύς! Ω! Τρέξετε!
Εάν δε κανείς καταδικασθή διά τον τοιούτον θάνατον, ότι δηλαδή εφόνευσε κανένα από αυτούς, οι μεν υπηρέται των δικαστών και άρχοντες ας τον φονεύσουν εις το ωρισμένον σταυροδρόμιον, αφού τον βγάλουν γυμνόν έξω από την πόλιν, όλοι δε οι άρχοντες φέροντες ο καθείς ένα λίθον ας τον ρίψουν εις την κεφαλήν του νεκρού και ας εξαγνίσουν όλην την πόλιν, κατόπιν δε ας τον φέρουν εις τα σύνορα της χώρας και ας τον πετάξουν άταφον.
Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν. — Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο Βινίκιος. Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν.
Ικετεύει τους γέροντας να τον κρύψουν ή να τον φονεύσουν. Ο Χορός βλέπων τον Κρέοντα ερχόμενον λέγει ότι αυτός δικαιούται ν’ αποφασίση. Ο Οιδίπους παρακαλεί τον Κρέοντα να λάβη φροντίδα περί των θυγατέρων του και μαζί του εισέρχεται εις τ’ ανάκτορα.
Τους μετέφεραν λοιπόν οι στρατηγοί κατά την συμφωνίαν ταύτην εις την νήσον Πτυχίαν, διά να φυλάττωνται μέχρις ου σταλούν εις τας Αθήνας, υπό τον ρητόν όρον να διαλυθούν αι συνθήκαι δι' όλους, εάν κανείς φανερωθή θέλων να φύγη. Οι δε προεστώτες του δήμου των Κερκυραίων, φοβηθέντες μήπως οι Αθηναίοι δεν φονεύσουν τους αιχμαλώτους τούτους, επενόησαν το εξής.
Αλλ' ο κυβερνήτης με τα δάκρυα του έπεισε τους ναύτας να μη μας φονεύσουν ούτε άλλως να μας κακοποιήσουν, προς εμέ δε είπε• Εξήντα χρόνια, ως βλέπεις, έχω ζήσει με τιμήν και ευσέβειαν και δεν ηθέλησα τώρα που έφθασα εις αυτήν την ηλικίαν και έχω γυναίκα και παιδιά να μολύνω τα χέρια μου με φόνον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν