United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή. Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα, αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη.

Ναι, ήκουσα κεγώ πως την εζήτηξε. — Κιο κύρης τση πρέπει πως θέλει να του τη δώση. Φτωχός άνθρωπος· είντα να κάμη; — Καλά το λες, κρίμα είνε. Ο Σαϊτονικολής εσκέφθη επί μικρόν, έπειτα είπε: — Λένε πως το καλλίτερο αχλάδι το τρώει ο χοίρος· μα δε θα τον αφήσω 'γώ το χοιροτερερέ να το φάη. Το κακό μόνο είνε πως ο Μανώλης δεν είν' ακόμη για παντριγιά. Είντα λες τουλόγου σου;

Ο βουκόλος εσκέφθη ότι η γυνή του ωμίλει φρονίμως προς την παρούσαν περίστασιν, και συνεμορφώθη αμέσως με τας συμβουλάς της.

Ανυπομονών να εύρη ευκαιρίαν όπως διεξαγάγη το ταχύτερον υπόθεσιν εξ ης επεθύμει να είνε ελεύθερος, εσκέφθη, μετά πολιτικής δεξιότητος, ν' απαλλαγή οχληρού και δυσμηχάνου δεσμώτου, να σωθή από δυσχερούς αποφάσεως, και να φανή περιποιητικώς προς τον μη φίλα φρονούντα τετράρχην της Γαλιλαίας, όστις ως συνήθως, είχεν έλθη εις Ιεροσόλυμα· ονόματι μεν διά να τηρήση το Πάσχα, πράγματι δε διά ν' αρέση εις τους υπηκόους του, και να χαρή τας απολαύσεις και τας εορτάς τας προσφερομένας κατά την ώραν ταύτην υπό της κοσμοπλημμυρισμένης πρωτευούσης.

Εις τα μαρτύρια ταύτα της φρονήσεως της Χρυσηίδος μία μόνη ίσως ένστασις δύναται ν' αντιταχθή, ότι πάντα τα ανωτέρω εσκέφθη αυτός ο Χρύσης, η δε θυγάτηρ του ουδέν άλλο έπραξεν ή να πεισθή τοις λόγοις και να υπακούση εις την πρόσκλησιν του πατρός.

Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν. — Ε! μωρή στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!. . . κ' εγώ σε σιάζω. Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγο δι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως.

Εσκέφθη προς στιγμήν να κραυγάση, αλλ' εσυλλογίσθη ότι θα ενέβαλεν εις αιφνιδίαν και επικίνδυνον ταραχήν τας δειλάς γυναίκας. Όλον το ωχρόν δέος των παρελθουσών εβδομάδων θ' αναπαριστάνετο ωχρότερον και φοβερώτερον εν μέσω του σκοτεινού εκείνου ρεύματος. Εσιώπα και διελογίζετο τι να πράξη, ψελλίζουσα ένδον το «Θεοτόκε Παρθένε», ως να ευρίσκετο ενώπιον φαντάσματος.

Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρά Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει. Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε·Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα. — Νάχης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.

Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα! Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσιαντή.

Αλλ' εις μάτην. — Κατάρα! έκραξεν ο νομιζόμενος Μάχτος, και ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξέφερε φωνήν χωρίς να μεταπλάση ή να παραποιήση αυτήν. — Δεν ομοιάζει με την φωνήν του Μάχτου! εσκέφθη η Αϊμά. Αλλ' όμως εξηκολούθει να πιστεύη ότι ήτο ο Μάχτος. Ο άγνωστος ελύσσα. Προσεπάθει εις μάτην να συντρίψη το κλείθρον εκείνο. — Τώρα, είπε, τώρα τι να κάμω;