Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Αλλ' ο Αστύοχος ουδόλως εσκέφθη να τιμωρήση τον Αλκιβιάδην, ο οποίος άλλως δεν ήτο πρόχειρος ως πρότερον· εξ εναντίας μετέβη προς αυτόν εις την Μαγνησίαν καθώς και προς τον Τισσαφέρνην, τους ανεκοίνωσεν όσα του είχαν γράψει εκ Σάμου και έγινεν αυτός ο ίδιος μηνυτής.
Μετ' ολίγον επιστρέφων εις την κωμόπολιν ο Δημήτρης, παρετήρησεν εις το μέρος όπου επέζευσεν ο ξένος ογκώδες ερυθρόν πορτοφόλι. Εσκέφθη ευθύς ότι θα έπεσεν εκείνου και ανήλθεν επί τινος υψώματος, κατοπτεύων τον δρόμον, αλλ' ο ξένος δεν εφαίνετο πουθενά. Ο Δημήτρης ήτο τίμιος άνθρωπος· εάν ήτο εις καμμίαν πόλιν θα προσήρχετο ευθύς να παραδώση το εύρημά του εις την δημαρχίαν.
Ήδη απεφάσισε τέλος ο Μάχτος να ομιλήση. Αλλά την στιγμήν καθ' ην είχε καταστρώσει τα σχέδια και ήτο πλήρης θάρρους, δεν ευρέθη κατά τύχην η Αϊμά παρούσα. Ο Μάχτος δεν την εύρεν ούτε εις τον κήπον ούτε εις την καλύβην και την εζήτει εις μάτην. Εσκέφθη ότι η Αϊμά θα ήτο πιθανώς εις το φρέαρ, και μετέβη εκείσε. Αλλά δεν εύρε την Αϊμάν. Περιήλθε τα μέρη εις όσα συνήθως μετέβαινεν αύτη προς εργασίαν.
Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον Χριστό!» Άλλως ήτο άφοβος γυνή.
Ουδέποτε εσκέφθη να κάμη κακόν· ούτε πουλάκι δεν ήθελε να βλάψη. Έκλειεν όλον τον κόσμον εις την καρδίαν της, όλους τους ανθρώπους και ήτο η μόνη χαρά της να τους βλέπη πάντοτε ευτυχείς. Διά τούτο η μεγάλη ψυχή της δεν ηδύνατο καθόλου ν' ανεχθή την Κυρά Ρήνην και την απέφευγεν όσον της ήτο δυνατόν.
Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος. ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός.. . Η βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου; ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ; ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. — Αινόβαρβε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!
— Να, είπεν επιτέλους ο Μανώλης, δε μ' αφίνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ. — Αι! κεχάθηκαν η κοπελλιές; είπεν η χήρα. Τσοι Θωμαδιανούς τσοι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλής εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξης; Δε σε θέλουν ένα, μη τσοι θες δέκα. Ο Μανώλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε: — Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.
— Σκοτίδ' άσ'βος , επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής. — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι.
Ο Μάρτης εσκέφθη ολίγον. — Αλληώς; δεν μπορεί αλληώς· χρειάζονται δυο ημέρες. — 'Σ της δίνω· είπεν αποφασιστικώς ο Φλεβάρης. — Μα της χειρότερες· με χαλάζι και βροχή. — Ναι· με χαλάζι και βροχή. Ο Μάρτης εθριάμβευεν. Είχε τέλος δύο ημέρας, δύο ημερόνυκτα γεμάτα χαλάζης και βροχής, τα μόνα κατάλληλα μέσα διά να εκδικηθή την γρηά Γαλανήν.
Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του Βινικίου ως άγριον θηρίον. — Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν