United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τούτους μεν αμέσως εκόμισαν εις την πόλιν οι Συρακούσιοι, ο δε Νικίας και οι μετ' αυτού έφθασαν την ιδίαν εκείνην ημέραν εις τον ποταμόν Ερινεόν, διαβάντες δε αυτόν εστρατοπέδευσαν επί τινος υψώματος. Οι δε Συρακούσιοι καταλαβόντες αυτούς την επομένην τους ανήγγειλαν ότι οι μετά του Δημοσθένους παρεδόθησαν και τους προσεκάλεσαν να πράξουν το αυτό.

Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ' αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού στολισμού του.

Ευτυχώς οι πρώτοι φθάσαντες είχον δώσει το συμφωνηθέν σημείον, και το πλοίον έπλεεν ήδη προς τον λιμένα, καθ' ην στιγμήν από του υψώματος διέκρινα μακρόθεν τους ιστούς του. Ότε επλησιάσαμεν εις τους σωρούς των φυγάδων, είδομεν όλα τα πρόσωπα εστραμμένα προς την θάλασσαν.

Ο άνθρωπος είδε τας δύο μαυροφόρας, άμα έφθασαν πλησίον εις τον περίβολον, να ίστανται προς στιγμήν ενώπιον της πύλης, ως να εδίσταζον. Ο Γιάννης της Στάμαινας εκρύβη όπισθεν προεξέχοντος όχθου της κυρτωμένης λοφιάς του υψώματος και τας παρετήρει με άπληστον περιέργειαν.

— Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου. — Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν. Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των. Αλλ' ήσαν στιγμαί μόνον διακοπής και επηκολούθησε κρότος πυκνός πυροβολισμών και εκ των δύο πλευρών της φάλαγγος.

Εις απόστασιν ολίγων μιλίων επί της ομαλής και επιπέδου κορυφής του δυσβάτου και απομεμονωμένου λόφου, όστις καλείται σήμερον εις την διάλεκτον των Συρίων «Το όρος του μικρού Παραδείσου», έκειτο το παλάτιον του Ηρώδου του Μεγάλου. Τα μέγαρα τα μεγαλοπρεπή των φίλων του και των αυλικών του περιεστοίχιζον το ανάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ολοτρόγυρα εις τους πρόποδας του υψώματος.

Ανεβαίνομεν το βουνόν, αλλ' απ' αρχής εκάλυπτον νέφη την κορυφήν και δεν την εβλέπομεν. Ότε δ' επί τέλους εφθάσαμεν εις την άκραν, εύρομεν κρημνόν ενώπιον μας και βάραθρον, και αντί ν' αναπαυθώμεν επί του υψώματος εκρημνίσθημεν κατακόρυφα. Αλλ' ενόσω οι Τούρκοι δεν έσφαζον και δεν εξηνδραπόδιζον εθεωρούμεθα ευτυχείς, αναλογιζόμενοι τα αλλαχού συμβαίνοντα.

Μετ' ολίγον επιστρέφων εις την κωμόπολιν ο Δημήτρης, παρετήρησεν εις το μέρος όπου επέζευσεν ο ξένος ογκώδες ερυθρόν πορτοφόλι. Εσκέφθη ευθύς ότι θα έπεσεν εκείνου και ανήλθεν επί τινος υψώματος, κατοπτεύων τον δρόμον, αλλ' ο ξένος δεν εφαίνετο πουθενά. Ο Δημήτρης ήτο τίμιος άνθρωπος· εάν ήτο εις καμμίαν πόλιν θα προσήρχετο ευθύς να παραδώση το εύρημά του εις την δημαρχίαν.

Υπελόγιζα την μέχρι της όχθης απόστασιν, την οποίαν έπρεπε να διατρέξωμεν υπό τας σφαίρας του εχθρού, σκοπεύοντος εκ του υψώματος άνωθέν μας, και εφανταζόμην ότι βλέπω την νέαν εκείνην, την σύντροφον του Μίρτου, με την ποδιάν επί των οφθαλμών της, θρηνούσαν, απηλπισμένην. Ω! ελησμόνησα τότε την δίψαν μου! Ήθελα διά παντός τρόπου να σώσω τον Μίρτον.

Για πάμε να ιδούμε είπεν ο Δημήτρης. — Πάμε. Και αμφότεροι έστρεψαν διευθυνόμενοι προς το πλήθος. — Α! ξέρεις τι; είπεν ο Σταύρος αίφνης ιστάμενος και ατενίζων τον σύντροφόν του· θα διαβάσουν αφορεσμό. — Γιατί πράμμα; — Ξέρω κ' εγώ· δε βλέπεις; Τω όντι επί μικρού υψώματος πέριξ του οποίου το πλήθος ήτο συνηγμένον, έκειτο ανεστραμμένος υψηλός λέβης, κατάμαυρος εκ της ασβόλης.