Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ο ντον Πρέντου τον χτύπησε τόσο δυνατά στην πλάτη που τον έκανε να τιναχτεί μπροστά και το κρασί από τα ποτήρια χύθηκε επάνω του. Σε καλό να του βγει! Σκούπισε τα ρούχα του με το χέρι και ήπιε∙ και με έκπληξη και ικανοποίηση είδε τον Τζατσίντο να βγάζει το πορτοφόλι και να δίνει στον πωλητή ένα χαρτονόμισμα των πενήντα λιρετών. Δόξα να’ χει ο Θεός, αυτό σημαίνει πως το παιδί έχει πράγματι λεφτά.

Συγχρόνως έσυρεν εκ του κόλπου του το πορτοφόλι κ' εξήγαγε τας τριακοσίας δραχμάς. — Να, περισσοτέρα δεν έχω· είπε τείνων αυτά εις τον έκπληκτον βλαχοποιμένα. — Αδερφέ μου με σώνεις! είπεν ούτος, εναγκαλιζόμενος αυτόν· με σώνεις· έσωσες το κορίτσι μου, τ' όνομά μου!. . . Αλλ' ενώ ήπλωνε την χείρα να λάβη τα χρήματα εστάθη.

Οι επισκέψεις του Ιησού είχαν σταματήσει, και πριν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ για την Πεντηκοστή ώστε να δεχτούν την υποσχεθείσα εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ο Σίμωνας είπε ότι θα έπρεπε να ξαναρχίσει προσωρινά το παλιό επάγγελμά του, του ψαρά. Δεν υπήρχε πια κοινό πορτοφόλι, και μια που δεν είχαν μέσα επιβίωσης, αυτό φαινόταν ο λογικός τρόπος επίτευξης ενός ευπρεπούς τρόπου ζωής.

Ούτω ο ιερεύς εξηκολούθησεν εκθέτων την αιτίαν διά την οποίαν εξεδόθη το επιτίμιον. Ότι ο ζωέμπορος Γεώργιος Νίκας, διερχόμενος κατά τον προπαρελθόντα Ιανουάριον της κωμοπόλεως, έχασε το ερυθρόν πορτοφόλι του, εντός του οποίου ευρίσκοντο εις λίρας οθωμανικάς και τάλληρα τριακόσιαι δραχμαί και ότι προετρέποντο είτε ο ευρών είτε οι γνωρίζοντες τούτον να τον φανερώσουν.

Μετ' ολίγον επιστρέφων εις την κωμόπολιν ο Δημήτρης, παρετήρησεν εις το μέρος όπου επέζευσεν ο ξένος ογκώδες ερυθρόν πορτοφόλι. Εσκέφθη ευθύς ότι θα έπεσεν εκείνου και ανήλθεν επί τινος υψώματος, κατοπτεύων τον δρόμον, αλλ' ο ξένος δεν εφαίνετο πουθενά. Ο Δημήτρης ήτο τίμιος άνθρωπος· εάν ήτο εις καμμίαν πόλιν θα προσήρχετο ευθύς να παραδώση το εύρημά του εις την δημαρχίαν.

Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας·Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;

Με της νειες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδίκηνες, λιμενάρχηνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω; . . . Όχι άλλο! . . . Ας είνε στερεωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου . . . Τι μ' εφώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτα, Θανάση; — Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου; — Ποιο; τι είπες; — Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα . . . — Λείπει . . . Μου το κλέψανε, μάννα . . .

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν