United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συγχρόνως έσυρεν εκ του κόλπου του το πορτοφόλι κ' εξήγαγε τας τριακοσίας δραχμάς. — Να, περισσοτέρα δεν έχω· είπε τείνων αυτά εις τον έκπληκτον βλαχοποιμένα. — Αδερφέ μου με σώνεις! είπεν ούτος, εναγκαλιζόμενος αυτόν· με σώνεις· έσωσες το κορίτσι μου, τ' όνομά μου!. . . Αλλ' ενώ ήπλωνε την χείρα να λάβη τα χρήματα εστάθη.

Ο Τριστάνος προσπάθησε να συγκρατήση το χέρι της: άδικα. Το σώμα του ήταν ακόμη σαν παράλυτο. Το πνεύμα του όμως έμεινε ευκίνητο. Μίλησε λοιπόν με τέχνη: «Έστω, θα πεθάνω. Μα, για να μην έχης βαρειές τύψεις, άκουσε. Βασιληά κόρη, μάθε ότι δεν έχεις μοναχά την εξουσία, αλλά και το δικαίωμα να με σκοτώσης. Ναι, έχεις δικαίωμα απάνω στη ζωή μου αφού δυο φορές μου την έσωσες και μου την απέδωκες.

Αλλ' εάν ως δείγμα ευγνωμοσύνης μου ζητήσης να νυμφευθώ, προτιμώ να με οδηγήσης εις την θάλασσαν, και εκεί όπου μ' έσωσες να πνιγώ εμπρός σου προς εξόφλησιν και απόσβεσιν του προς σε χρέους μου.

Το γυιό σου συ δεν έσωσες που 'πρεπε να τον σώσης, ούτε στη μάννα που μιλεί• μόλο που μάντις είσαι, τίποτε δεν μαντεύεις συ• τάφο να του σηκώση, Αν ίσως και της πέθανε, αν ίσως ζη ακόμη ας βγη και πάλι μια φορά στης μάννας του την όψι.

Τότ' είπε του Μηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος «Μ' έβλαψες, Φοίβο, εσύ θεέ πιο διαστρεμένε απ' όλους, 15 που τώρα εδώ με γύρισες· ειδέ πριν μπούνε μέσα, πολλοί στο κάστρο ομπρός τη γης θάχαν δαγκάσει ακόμα. Έφκολα αφτούς τους έσωσες, και μούκλεψες εμένα δόξα τρανή, τι παιδεμό κατόπι δε φοβάσαι. Εγώ όμως ναι σε παίδεβα αν μούστεκε στο χέρι» 20

Εσέ, που τη σαΐττα σου μακριά σωστά την έσυρες κι εκέρδισες την πάσαν ευτυχία, -Ω Ζευ αφού πρώτα κατέστρεψες το τέρας το νυχάτο που ετραγουδούσ’ αινίγματα, και που τας Θήβας έσωσες απ’ τους πολλούς θανάτους° γι’ αυτό και βασιλιάς έγεινες του τόπου μας και πολυτιμημένος εστάθης, βασιλεύοντας στη γη τη δοξασμένη. Στροφή β΄

Εκεί όπου είχες ρίψει την Αϊμάν, εις τον καταρράκτην. Ο Πλήθων ανεσκίρτησε. — Λοιπόν συ την έσωσες τότε; — Εγώ ο ίδιος. Ο Πλήθων συγκινηθείς έδωκε γενναίον χρηματικόν βοήθημα εις τον γέροντα Βράγγην, όστις μετά τον θάνατον του διασήμου και ημιγύμνου πολεμάρχου Γάρμπου, δεν εστρατολογείτο πλέον και εις ουδέν ηδύνατο να χρησιμεύση του λοιπού επί της γης. . .

Μια φορά, άλλοτε: ήμουν ο πληγωμένος τραγουδιστής που έσωσες όταν έβγαλες από το σώμα του το φαρμάκι με το οποίο ήταν δηλητηριασμένη η λόγχη του Μόρχολτ. Μην κοκκινίζης, τρυφερή κόρη, όπου γιάτρεψες αυτές της πληγές.

Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340 «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, 'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου• αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345 και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, και τον πατέρα, όπ' άφινετου γήρατος την θύρα, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, ή απέθαναν κ' ευρίσκονταιτην κατοικιά του Άδη». 350

Δεν της επήρα μήπως, πολεμώντας τίμια και αντρίκια; Μήπως σκότωσα τον Μόρχολτ με προδοσία; Δεν με προεκάλεσε; Δεν ώφειλα να υπερασπίσω το σώμα μου; Για δεύτερη φορά μ' έσωσες που με περιμάζεψες στο βάλτο. Α! κόρη, για σένα πολέμησα το δράκοντα... Μα ας αφήσουμε αυτά. Ήθελα μοναχά να σου αποδείξω ότι αφού με έσωσες δυο φορές από κίνδυνο θανάτου, έχεις δικαίωμα στη ζωή μου.